Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Στην ανθοφορία των κλώνων
Ένα ρούχο είμαι φτωχό στην αυλή
Απλωμένο με ξύλινα μανταλάκια.
Με βλέπουν όλοι που περνούν με φυσάει
Ο κρύος θερμός χρόνος.
Κάθονται πάνω μου τα πουλιά
Νιώθω τη ζεστασιά τους και λίγο
Από το δάκρυ τους για μένα.
Γι’ αυτό δεν στεγνώνω.
Κάτι στιχάκια γράφω μόνο
Ο άχρηστος όχι ποίηση για εκδότες
Για συνέδρια για συμπόσια
Για δείπνα και μεταφράσεις.
Δεν με καλεί κανείς του κόσμου
Ετούτου μόνο τα φύλλα που συναντώ
Γέρνουν λιγάκι και με χαιρετάνε.
Μια μέρα θα με προσκαλέσουν
Στην ανθοφορία των κλώνων.
Στο Γαλάζιο
Τριγύρω του ελιές πέτρες
Η μια πάνω στην άλλη ξερολιθιές
Κάποτε τώρα σωροί που έχτισε
ο χρόνος άνεμος με το ένα
Δάκτυλο.
Πότε θα σηκωθούν ξανά οι φράκτες
Είπαν πότε θα πάρουν πάλι
Θέση στη ζωή μας οι πέτρες
Τα δέντρα τα σπίτια
Τα χώματα.
Για λίγο ανάβει μέσα μας η ομορφιά
Είπε. τα πρόσκαιρα μάτια κλείνουν
Κάποτε κι όταν ανοίξουν τη βλέπουν
Στο γαλάζιο πάντα.
Δεν τη χάνουν ποτέ πια.
Στο Λιμάνι
Καθώς ερχόμουν με καράβι το μεσημέρι
Στο λιμάνι τι όμορφα που εφωτιζόταν
Από βαθιά μέσα η θάλασσα δίνοντας φως
Και στα δικά μου σωθικά ιδίως στην καρδιά
Τόσο πολύ που ένας άνεμος έρωτας
Μου ανατίναξε το νου ανασηκώνοντας
Μακριά τα μαλλιά μου σαν είδα
Το γλυκύτατο κορμάκι να φυσάει
Από τα μεθυσμένα νερά και από
Τα ορθάνοικτα πεύκα.