Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Περιστέρια στο φως
Ι
Πετούν πετροχελίδονα έξω απ’ τα παράθυρα
η αγάπη κρούει τα σήμαντρα
χωρίς ημερολόγιο
τα κορίτσια κρεμούν στ’ αυτιά τους
ψίθυρους θαλασσινούς
ανάβουν τις γυμνές κυψέλες των φιλιών φωτιές
και πέφτουνε να κοιμηθούν
σφίγγοντας
εν’ άστρο δροσερό ανάμεσα στις κνήμες τους.
Άρνηση
Εσύ, που δεν είσαι πια δέντρο,
δεν είσαι ποιος ξέρει, ούτε αχτίδα, δε σκέπτεσαι,
μπορεί νάχεις περάσει σ’ έναν άλλον ουρανό
σε μια ελπίδα που εμείς δεν ελπίζουμε.
Γιατί με τόσο φως που γνωρίσαμε
κάνοντας να χορεύουν τα λίγα μας βήματα,
να μη σου κακοφανεί, μπορεί να ξεχάσουμε
από πού ήρθαμε κι αν μπορεί να φύγουμε ξαφνικά.
Χωρίς να κυτταχτεί
Χωρίς να κυτταχτεί μες στο φεγγάρι
χωρίς να γνωριστεί μέσα στην ώρα
σηκώνοντας στην όχθη τη φωνή της
αφήνει τ’ ανεξάντλητα πουλιά.
Λευκή σαν ψύχα γιασεμιού
πλέει δροσερή μες στην αγάπη.
Απλή ξυπνάει τα φλάουτα
σα μια γιορτή
χωρίς μι’ αχτίδα να λεκιάζει την καρδιά της
τον ύπνο της ν’ αργεί.
Ανοίγει την πιο διάφανη στιγμή
ρίγος ξανθό του διάφανου νερού,
σπουργίτι του πρωινού που ξεσηκώνει
τη λιτανεία των σημάντρων μες στο φως.
Σκηνικό
Έσκυψε
και τη φίλησε
κι άκουσε ν’ αναβλύζει μέσα του
δροσερό το νερό.
Σιγά σιγά
μετατοπιζόταν στα ενδότερα.
Κάθισε
στη σκιά
εκεί που το σκοτεινό καφέ
είχε μια γεύση πικρή.
Ο ουρανός
ένα γαλάζιο κατά τον ποιητή.