Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Μάνα και Γιος
Στα δάκτυλα, στα μέτρα του,
το πλέξιμό σου πλέχεις.
Θυμάσαι τα χεράκια του
και τα δικά σου βρέχεις…
Μητέρα του πολεμιστή
και του στρατιώτη ταίρι
-αχ, όπου δεν αγάπησε
το χωρισμό δεν ξέρει.
Μα η δάφνη έχει το δρόμο της
κι η νίκη το δικό της.
Ανάμεσα ουρανού και γης
παλεύει ο στρατιώτης.
Και, μια, τον κράζει κάτω η γης
και, μια, ουρανός τον θέλει
-που ιδεί τα κάλλη τ’ ουρανού,
η γης δεν τονέ μέλλει.
Κρυφή πληγή
Κορίτσι που ξεντύνεται
το ρούχο του ως τη μέση–
μεταμελήθηκε η ψυχή
να με ξαναφορέσει.
Μα εγώ, που τα είχα απαρνηθεί
του κόσμου αυτά τα κάλλη,
βαρυγνωμώ. και ντρέπομαι
να τα θελήσω πάλι.
κι η αγάπη, μόλις που άγγιξα,
-μην πάει και τη μαράνω-
μάδησε, σα χινόπωρο,
στα μάγουλά μου επάνω.
Μικρές Ώρες
Σφαλώ διπλά, σφαλώ σκληρά
μες στο παράθυρό μου
τη λάμπα που έκανε φτερά
για τ’ αντίκρυ του δρόμου.
Μες στο χλωμό το πάθος της
κοιμάται τ’ άλλο σπίτι
-και συ, γλυκοτρεχάμενο
του μπαλκονιού σπουργίτι…
Κρίμα η μελέτη κι η σπουδή,
κρίμα κι η νύχτα η μόνη!
Γιατί ο σοφός κι ο ξάγρυπνος,
σα δε με καμαρώνει;
Ευτυχισμένοι ανασασμοί
των αλωνών, που πάτε
σα βήματα συντροφικά…
Και τώρα, ποιος κοιμάται;