Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877 – 1940)
Ανθρώπινη Ιστορία
Περίμενε. Φτάνουν χειρότερες ώρες.
Να ξέχασε η μοίρα σου λες το σκοπό της;
Ησύχασε! Ο πόνος δεν είναι προδότης.
Ακόμα σου μέλλονται μπόρες και μπόρες.
Περίμενε. Ακόμα η ψυχή σου θα μάθη.
Στην ύπουλη αυτή που σε ζώνει γαλήνη
Ο Νους που σε μάχεται δίχτυα σου στήνει
Σκοτάδια σου υφαίνονται, ανοίγονται βάθη.
Για κάθε χαμόγελο που έχεις σκορπίσει
Για κάθε ματιά σου σε αυγούλα σε δύση
Γι αυτούς που παράστεκες λησμονημένους
Γι αυτούς που συμπόναγες κατατρεγμένους
Αν κοίταξες ρόδο, αν σε δρόσισε βρύση
Αν έχης πεσμένες ψυχές αναστήσει
Για κάθε ομορφιά που στοχάστηκες, που είδες,
Για τα υπνοφαντάσματα, για τις ελπίδες,
Των άσπρων συννέφων καρτέρει τη λύσσα
Που φύγανε χιόνια και θάρθουνε πίσσα!
Του πόνου σημαίνουν μεσούρανα οι ώρες …
Ορθός να δεχτής τις μελλούμενες μπόρες.
Στη μαύρη βουβή λησμονιά να βυθίσεις
Καθώς η αιματόβρεχτη δόξα της δύσης.
Σερενάδα στο παράθυρο του σοφού
Σοφέ μου, το τετράσοφο
Που σε φωτάει λυχνάρι
Νάτανε, λέει, φεγγάρι
Και συ είκοσι χρονώ!
Νάτανε τάχα η γνώση σου
Με τον αγέρα αμάχη,
Για δασωμένη ράχη
Ξεκίνημα πρωινό…
Νάτανε τάχα η σκέψη σου
Συρτού χορού τραγούδια
Μιαν αγκαλιά λουλούδια
Μιαν ιστορία τρελλή,
Τα μύρια που δε γνώρισες
Νερό θαν τάειχες μάθει
Με δάσκαλο τα πάθη
Μ’ ένα κλεφτό φιλί.
Πολύ την καταφρόνεσες
Τη ζωή, πανάθεμά τη…
Και τώρα; Είναι φευγάτη
Σαν όνειρο πρωινό.
Χειλάκια ανθούν στη γειτονιά
Γαρούφαλα στη γλάστρα-
Και συ διαβάζεις τ’ άστρα
Και το βαθύ ουρανό.