Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
(1912 – 1996)
Ο ύπνος των γενναίων
(Παραλλαγή)
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από
το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα
του θα’ φτανε να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το’ να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το
μέλλον, τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη
με το πλάι,
Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός
ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο
κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή
σάλευε κιόλας μες στο διάστημα,
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να
χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη,
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από
το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι
αποχρησμοδοτούσε το έρεβος…
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί,
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη
κι αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με
θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο,
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με
το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν’ αποδώσουν στα πράγματα
το αληθινό τους όνομα,
Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ,
μοναχά το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε
τους καταρράχτες…
Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ’ τα βάραθρα,
την είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό
αγορίστικο σώμα.
Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται
σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι
είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει,
Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά
του Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του
Αντρός.
Και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν
πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που
ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων.
Λακωνικόν
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ώ λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Χειμώνα ελάχιστε,
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.