Ανθολόγος: Λουκά Αξελός
ΦΡΑΝΤΙΣΕΚ ΧΑΛΑΣ
(1901-1949)
Φθινόπωρο
Σαν κέρμα που ήσυχα έπεσε στο χέρι του τυφλού
εδώ είσαι το φθινόπωρό μου
σαν κέρμα που ήσυχα έπεσε στο χέρι του τυφλού
μέρες μου εδώ είσαστε
Εσύ καθάριο ωραίο αεροφύσημα
την παιδικότητά μου στους καπνούς των χόρτων πίσω μου έφερες
κι όλος λαχτάρα στους παλιούς τόπους γυρίζω
την αγάπη να πω
Στην ένδειά σου στην ανθρώπινη ένδεια
που πάντοτε μαζί της είμαι μόνο
εσύ φθινόπωρο μέσα στη θλίψη σου
γείρε επάνω μου
Και με τα κέρματα των φύλλων σου ελευθέρωσέ με
απ’ όλες τις γδαρμένες μέρες
κι απ’ όλα αυτά τα τρομαγμένα γλύτωσέ με
για ν’ αναπνεύσω εντός μου πράγματα άλλα
Σαν κέρμα σιωπηλά αφημένο στου τυφλού το χέρι
εδώ είσαι το φθινόπωρό μου
σαν κέρμα σιωπηλά αφημένο στου τυφλού το χέρι
μέρες μου εδώ είσαστε.
Τρία τοπία
Τοπίο της παιδικότητας που από το ρεύμα έχεις παρασυρθεί
με της αυγής τα ξανθά αμπέλια διεισδυμένο
χίλιες φορές μες στους καθρέφτες των κυμάτων διαθλασμένο
έχεις χαθεί
Τοπίο των πόλεων εγκωμιασμένο από κοιλιές περιστεριών την ώρα
που σβήνει το λυκόφως και φτερώνουν απαλά
όπως ανήκαμε και οι δύο αμαρτωλά
αντίθετα όμως τώρα
Τοπίο ονείρων με τα δέντρα σου όλο αίμα
που τρομαγμένος έτρεχα τις νύχτες προς τα εκεί
κοιτάω εντός σου αγάπη μου κ’ εσύ άφησέ με εσύ
εγώ τα μάτια μου έμπηξα πολύ στου σκοταδιού το βλέμμα.
Στα στρατόπεδα
Στον προσφύγων τα στρατόπεδα
μόνο φτώχεια παγωνιά
στων προσφύγων τα στρατόπεδα
μόνο φτώχεια πια
ήσυχη μητέρα που φρουρεί το βρέφος
έκλαψε απ’ την πείνα
Δεν τη νοιάζει τη γυναίκα η ματαιότητα
δεν τη νοιάζει τη γυναίκα η απώλεια
στοιν κοιλιά της θα περάσει την παλάμη της
Πάλι θάναι όλα όπως είταν
Στων προσφύγων το στρατόπεδο
εγεννήθηκε ένα βρέφος
στων προσφύγων το στρατόπεδο
κυματίζει λάβαρο από σπάργανα
Αιώνιο λάβαρο του λαού του ταλαιπωρημένου
μ’ όλη αυτή τη φτώχεια ας κυματίζει.
Βροχή του Νοέμβρη
Τέτοιο νερό
νερό καταβασανισμένο νερό πόνος
τέτοιο νερό σαν το νερό
που μέσα του έπλυνε τα χέρια του ο Πιλάτος
Τέτοιο νερό σήμερα βρέχει
Κ’ εσύ τι θάθελες
εσύ συννεφιασμένε ως μέσα στην καρδιά σου
τέτοιο νερό τέτοιο νερό σαν βρέχει
Εγώ θάθελα
το δάκρυνο χαμόγελο μιας γυναίκας θλιμμένης
που ακόμη μ’ αγαπάει.