Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

 

Μεσολόγγι

[…]

Το αίμα τρέχει.
Το αίμα θυμώνει.
Ανασηκώνει με αφρούς κάποια μορφή ψαρά
άγρια μορφή
γλυκιά μορφή
με μια φωνή νικήτρα.

Και φώναξε:

– Εμπρός! Στη ντάπια σας ψαράδες
το Μεσολόγγι να σωθεί!
Και σμίγουν οι ορίζοντες απ’ τη βουή
ανατινάζουνε τις χαίτες τ’ ακρογιάλια
Εμπρός! Ανταπαντάτε κεραυνοί
Εμπρός! Τα κύματα κοχλάζουν
καίνε τα πυροφάνια την ακτή
σαλπίζουν μήπως και χαθούνε
λιώνουν τα τείχη που χτυπάς οργή
τα παλικάρια πια δεν καρτερούνε.

Ορθοί πώς προχωράνε γίγαντες ψαράδες
με το καμάκι τους στο πρόχωμα να πολεμήσουν.

Κι εκεί
χυμένος μέσα σε χίλιες μορφές
μέσα σε χίλια βλέμματα
σε χίλια χέρια
αραδιάζω τα χρόνια μου σαν τα σπαθιά
και προχωράω αδερφωτά σαν να ’μουν άλλος
σα να γεμίζω τις σκιές με θαλασσές κορδέλες
σα να γεμίζω τη νυχτιά μ’ άγριες αστροφεγγιές.

Και φώναξα.
«Τ’ άλογο! Δώστε το βυσσινί φαρί να τρέξω μη με προφτάσει ο θάνατος!»

Και με το πλήθος γίνηκα σαν ένα σώμα
γιγάντιο σώμα
π’ ανασαίνει
ζεστόν αέρα κι άγρια φωτιά.

Γκρεμίσαμε τα τείχη μας.

Γιομίσαμε με κάμπους
με δροσερές πηγές κι αγέρα
καθώς τ’ αγριοπούλαρο μες στο λαγκάδι
μη έχοντας το θάνατο ίσκιο στο σήκωμό μας
χωρίς την πέτρα στην καρδιά να μας κρατάει
τα γκέμια.

Εμπρός αδέρφια μου!
Εμπρός ψαράδες!

Μακριά
πίσω από τα γκρεμισμένα μας τείχη

Ε λ ε υ θ ε ρ ί α.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!