Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Παλαιά Ωροσκόπια
Βεβαιωθείτε, κύριε Συλβέστρε, ότι το μαγαζί μου είναι από τα καλύτερα
Δεν θέλω να πω το καλύτερο, γιατί ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται
και κανένας ποτέ δεν ξέρει το είδος και την ώρα της τιμωρίας.
Όταν γεννιόμουν, χιλιάδες όντα γεννιόνταν μαζί μου,
διορισμένα στη ζωή με δικιά του προθεσμία το καθένα,
για έργα, μάθηση, έρωτα, για προσκυνήματα στα μοναστήρια,
για ξεκαλοκαιριάσματα στις θάλασσες και στα βουνά
και για τ’ ανώτατα αξιώματα της Πολιτείας.
Εγώ φυσικά γεννήθηκα αρσενικός. Με βλέπετε, κύριε Συλβέστρε.
Χάρηκαν οι γονιοί μου και γιόρτασε ο πατέρας μου τη γέννησή μου,
πυροβολίζοντας τρεις φορές στ’ αντικρυνά κεραμίδια,
ενώ τα δέντρα φέγγαν μες στο χιόνι, γιατί έζωνε τη γης βαρύς χειμώνας.
Άνθρωποι φώναζαν χαρούμενοι, κι ο πατέρας μου
άνοιξε το παράθυρο και κάρφωσε το μάτι του στο πρώτο αστέρι
– κι έτυχε εκείνη τη βραδιά να στέκεται στον ουρανό ένα μονάχα αστέρι,
αυτό που το λέμε Αποσπερίτη
Φαντάστηκε ο πατέρας μου ότι, παρακαλώντας το άστρο,
θα συμφωνούσαν για τη μοίρα μου.
Ποιος γονιός δε θέλει το γιό του βασιλιά;
Μα καθώς βλέπετε, κύριε Συλβέστρε, δεν έγινα βασιλιάς,
μήτε τίποτε παρόμοιο.
Ανεδείχθην, βεβαίως, εν τη κοινωνία καλός επιχειρηματίας,
ένα από τα καλύτερα καταστήματα της πόλεώς μας.
Τάχα, αν το άστρο αυτό που λέμε Αποσπερίτη
μπορούσε να κατέβει χαμηλά και να μου όριζε συνάντηση,
εκεί πίσω απ’ τα τελευταία δέντρα,
θα πήγαινα ευχαρίστως, παρατώντας επί ζημία λίγη ώρα τη δουλειά μου,
και θα το ρωτούσα:
γιατί δε λογάριαζε τη ματιά του πατέρα του,
την παρακαλεστική ματιά του καημένου του πατέρα μου;…
Λιθογραφία
Βαθύσκιο το λιμάνι τα χρόνια μου λαμπυρίζει
με αθάνατους φλοίσβους που νανουρίζουν
τη φθινοπωρινή σκουριά των κέδρων–
εδώ παραμόνευα τα καΐκια
με τον χειμώνα ανάμεσα στα φύκια
ρίχνοντας που και που μια πέτρα στο ποτάμι
ενώ μακριά πέθαινε ο ήλιος μεσ’ στα τζάμια
του άσπρου σπιτιού στοχαστικού στην κόκκινη ερημιά.
Τώρα βγαίνει η τρελλή γυμνή στο κρύο δώμα
κορμί πενήντα χρόνων αδυνατισμένο
μαστιγωμένο ανέραστο – και τα κοράκια
περνούν αδιάφορα μπρος πίσω της
και σβύνουν μεσ’ στους ίσκιους των συγνέφων.
Σφίξε καρδιά μου την απελπισία
τη νύχτα η θάλασσα πάλι θ’αγριέψει
κι ο θάνατος θα ντυθεί
με τα ξερά μας πάλι πλατανόφυλλα.