Στον εαυτό του τον αγαπημένο αφιερώνει ο ποιητής τούτες τις γραμμές…
Χτύπησε τέσσερις
βαριές σαν βαριά.
«Του θεού τω θεώ-τα του Καίσαρος Καίσαρι».
Όμως ένας
όπως εγώ
σε ποια ν’ απαγγιάσει μεριά
μια κρυψώνα βρίσκοντας εύκαιρη;
Αν ήμουν μικρός
όσο κι ο Μεγάλος Ωκεανός
στις μύτες θα στεκόμουν των κυμάτων
θ’άλλαζα χάδια στην παλίρροια με τη σελήνη.
Πού να βρω μια γυναίκα
στα μέτρα μου εδώ κάτω;
Δυστυχώς
στον ουρανό μας το μικρό δεν θα χωρούσε εκείνη.
Ω, και να’μουν φτωχός
σαν Κροίσος στη γη!
Τι σημαίνουν τα λεφτά για την ψυχή μας;
Κλέφτες που την κλέβουν μακροχρόνια.
Τα όνειρά μου δυνατά τρέχουνε σαν ορδή
δεν τα χορταίνει ούτε ο χρυσός της Καλλιφόρνια.
Αν χειριζόμουν άσχημα λόγο και γραφίδα
σαν τον Δάντη
και τον Πετράρχη
θα μπορούσα να λατρέψω τη μοναδική.
Με στίχους την ψυχή της να λιώνω.
Τα λόγια
κι η αγάπη μου
θα’ ταν θριάμβου αψίδα.
Για να διαβούν και να χαθούν εν τάχει
οι ερωμένες όλων των αιώνων.
Ώ, και να ’χα την ευχέρεια
να γίνω αθόρυβος
όπως τ’ αστραποκέραυνα.
Θα τράνταζα της γης την ετοιμόρροπη σκήτη.
Αν δυνατά εγώ τά ’ριχνα
με πάταγο απ’ τον ουρανό,
οι κομήτες θα σπάζαν τα λαμπρά τους χέρια
κι από την πλήξη θα πέφταν στο κενό.
Θα μπορούσα το σκοτάδι να ροκανίσω
αν ήμουν θαμπός
σαν τον ήλιο.
Θέλω πολύ
με τη λάμψη μου να ποτίσω
της γης το μαραμένο βασίλειο.
Σβαρνίζοντας
την αγάπη μου θα βρω στο σεριάνι.
Σε ποιο βαθιονύχτι
θεότρελο
κι άρρωστο
ποιοι Γολιάθ μ’έχουν κάνει
τόσο μεγάλο
κι άχρηστο;
Μετάφραση: Αλέξης Πάρνης