Από αρμύρα κι από γη

Από αρμύρα κι από γη
Είναι το βλέμμα σου.
Μια μέρα απόσταξες τη θάλασσα.
Δίπλα σου φύτρωσαν χόρτα ζεστά,
Κρατήσανε τη γεύση σου.
Είταν η φτέρη, η αμαρυλλίδα.
Κλείνεις τον κόσμο στα μάτια σου.
Από αρμύρα κι από γη
Είναι οι φλέβες σου, η ανάσα σου.

Αφρέ του ζεστού αέρα,
σκιά ενός μεγάλου ήλιου,
όλα τα κλείνεις μέσα σου.
Είσαι η βραχνή φωνή του κάμπου,
η φωνή του κρυμμένου ορτυκιού,
η θέρμη του χαλικιού.
Ο κάμπος είναι κούραση,
ο κάμπος είναι πόνος.
Έρχεται η νύχτα, ο χωρικός
τελειώνει τη δουλειά του.
Είσαι η μεγάλη κούραση,
η νύχτα που χορταίνει.
Όπως η χλόη κι ο βράχος,
όπως η γη, είσαι κλειστή,
όπως η θάλασσα σκιρτάς.
Μια λέξη δεν υπάρχει
που να σε κλείσει να σε καταχτήσει
Όπως η γη
δέχεσαι τα χτυπήματα
και τα μεταμορφώνεις σε ζωή,
σε ήρεμη ανάσα και σιωπή.
Είσαι καμμένη όπως η θάλασσα,
είσαι ένας επικίνδυνος καρπός,
ο λόγος σου είναι η σιωπή
και κανείς δε σε ρωτά.

Ο θάνατος θαρθεί

Ο θάνατος θαρθεί και θάχει τα μάτια σου –
Αυτός ο θάνατος που ακοίμητος
απ’ το πρωί ως το βράδυ μας ακολουθεί,
ανελέητος σαν παλιά τύψη,
σαν ένα ακατανόητο πάθος.
Τα μάτια σου θάναι ένας λόγος ανώφελος,
μια κραυγή που χάθηκε, μια σιωπή.
Έτσι, την ώρα που μονάχη σκύβεις
κάθε πρωί στον εαυτό σου,
τα βλέπεις στον καθρέφτη. Και τη μέρα αυτή,
ω προσδοκία πολύτιμη, θα ξέρουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή, πως είσαι η άβυσσο.

Για τον καθένα ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θαρθεί και θάχει τα μάτια σου.
Θάναι σα ν’απαρνιόμαστε ένα πάθος,
σα να κοιτάζουμε στο βάθος του καθρέφτη
το ανέβασμα κάποιου προσώπου πεθαμένου,
ή σα ν’ακούμε ψίθυρους από χείλη κλειστά.

Σιωπηλοί, κατεβαίνουμε μέσα στην άβυσσο.

Μετάφραση: Τάκης Σινόπουλος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!