Τριάντα πέντε ετών
Ετών τριάντα πέντε! Μας κάνει τη μισή διαδρομή
Όπως ο Δάντης, έτσι κι εμείς, στα μέσα της ζωής βρισκόμαστε
Της νιότης το σθένος
–Μάταιο είναι σήμερα να παρακαλάς και να εκλιπαρείς–
Φεύγει δίχως για τα δάκρυα των ματιών σου να νοιαστεί.
Έριξε χιόνι στους κροτάφους μου; Αλλιώς αυτό τι είναι;
Δικό μου είναι, Θεέ μου, αυτό το ρυτιδωμένο πρόσωπο
Ή μήπως αυτοί οι μωβ χαλκάδες κάτω απ’ τα μάτια;
Γιατί λοιπόν εχθροί φαντάζετε
Καθρέφτες, εσείς, που χρόνια σας λογάριαζα για φίλους;
Πως αλλάζει ο άνθρωπος με τον καιρό!
Σ’ όποια φωτογραφία μου και να κοιτάξω δεν είμαι εγώ.
Πού είναι αυτές οι μέρες, αυτή η έξαψη, αυτός ο ενθουσιασμός;
Δεν είμαι εγώ αυτός ο άνδρας με το γελαστό πρόσωπο
Ψέμα είναι η ανεμελιά μου, ψέμα.
Αμυδρός πια ο πρώτος μας έρωτας
Ξένη φαντάζει ακόμα κι η θύμησή του
Ένας-ένας οι δρόμοι μας χωρίσανε
Με τους φίλους που ξεκινήσαμε μαζί για τη ζωή•
Όσο πάει κι αβγαταίνει η μοναξιά μας.
Ο ουρανός έχει κι άλλο χρώμα!
Άργησα να καταλάβω πως η πέτρα είναι σκληρή
Το νερό πνίγει τον άνθρωπο, η φωτιά τον κατακαίει!
Κάθε μέρα που ξημερώνει είναι ένας καημός
Κι ο άνθρωπος μονάχα όταν φτάσει σ’ αυτή την ηλικία το καταλαβαίνει.
Κυδώνι κίτρινο, ρόδι κόκκινο, φθινόπωρο!
Κάθε χρόνο όλο και περισσότερο αφομοιώνομαι
Γιατί τα πουλιά περιδιαβαίνουν στον ουρανό;
Από πού ξεφύτρωσε αυτή η κηδεία; Ποιος ο πεθαμένος;
Αυτός ο κήπος ανάμεσα σε πόσους άλλους παρατημένους κήπους συγκαταλέγεται;
Όποιος και να’ σαι, ο θάνατος καραδοκεί πάνω απ’ το κεφάλι όλων
Θα κοιμηθείς και δεν θα μπορέσεις να ξυπνήσεις
Ποιος ξέρει που, πώς, σε ποια ηλικία;
Αυτός ο τάφος από πέτρα που μοιάζει με θρονί
Θα’ ναι (εις το εξής) το σουλτανάτο σου για προσευχή.
Παράξενο Άτομο
Ένα βράδυ έκλαψα για πρώτη φορά
Στο παραθύρι του μονού μου δωματίου
Πού είναι το σπιτικό; Πού είναι οι απόγονοι;
Τι κέρδισα στα κρασοπουλειά και στα μπουρδέλα
Αυτού του κόσμου;
Το γιατάκι μου είναι κρύο κάθε βράδυ
Που είναι η ευτυχία σ’ αυτή τη ζωή;
Χαμένο Δείπνο
Πέθανε• ούτε αέρηδες εισήλθαν
Ούτε πουλί πέταξε από το παραθύρι.
Πέθανε• κανείς δεν είδε αγγέλους
Μη ρωτάς πώς ξεγλίστρησε δίχως να το πάρουμε είδηση
Κίνησε για μακρύ ταξίδι, λένε
Υπάρχει κάποιος που να είδε το καράβι; Η θάλασσα που είναι;
Έφυγες εσύ και χάλασε το βραδινό τραπέζι μας
Η αρτιγέννητη μέρα μας ξενίζει.
Μετάφραση: Πηνελόπη Γιώσσα