Επιστροφή
Στα γηρατειά μου αποφάσισα να επισκεφθώ τα μέρη όπου
περιπλανήθηκα εδώ και χρόνια στα νιάτα μου.
Αναγνώρισα μυρωδιές, το περίγραμμα των προϊστορικών ζόφων
και τις καμπύλες των λιμνών.
Προσπάθησα να μπω σε μια λόχμη που κάποτε ήταν πάρκο,
όμως δεν βρήκα τα ίχνη των μονοπατιών.
Καθώς στεκόμουν στην ακτή ενώ το κύμα έλαμπε όπως τότε,
ήμουν ακατανόητα ο ίδιος, ακατανόητα διαφορετικός.
Κι όμως δεν θα σε αποκηρύξω, άτυχε νεαρέ
ούτε θα ειρωνευτώ τις αιτίες του πόνου σου.
Εκείνος στον οποίο η ανελέητη αλήθεια της ύπαρξης φανερώνεται
ξαφνικά, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: Πώς γίνεται;
Πώς γίνεται, τέτοια τάξη στον κόσμο – εκτός κι αν φτιάχτηκε
από έναν σκληρό δημιουργό.
Δεν υπάρχει τίποτα να ζηλέψω στην παχύδερμη σοφία των ενηλίκων,
και η συγκατάβαση που εκδηλώνεται από πανουργία
είναι πρόστυχη.
Ας τιμήσουμε τη διαμαρτυρία ενάντια στον αμετάβλητο
νόμο και τα περίστροφα στα χέρια των εφήβων όταν
αρνούνται να συμμετέχουν για πάντα.
Και τότε – έτσι δεν ήταν; – το χέρι μιας γυναίκας καλύπτει
τα μάτια μας κι ένα δώρο προσφέρεται: οι σκούρες
ασπίδες των βυζιών της, η εβένινη τούφα της κοιλιάς της.
Πώς χτυπάει η καρδιά! Τέτοια χαρά μόνο για μένα;
Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν μαντεύει το χρυσό θαύμα του σώματός της.
Μόνο για σένα; Γυρίζω και κοιτάζω τη λίμνη, κι έτσι
εδώ και χιλιετηρίδες, ώστε η ομορφιά της γης να υμνηθεί.
Και τώρα στο τέλος μιας ζωής, δίκαιος από πονηριά και
σοφός από τυχαία αναζήτηση, ρωτάω αν όλα αυτά άξιζαν.
Όταν κάνουμε το καλό, κάνουμε επίσης το κακό, η ζυγαριά
ισορροπεί• αυτό είναι όλο, κι ένα τυφλό πεπρωμένο.
Κανείς εδώ, δεν ένιωθε ταραγμένα πνεύματα να πετούν
γύρω μου, μόνο ο αέρας λύγιζε τη ράχη των καλαμιών,
έτσι δεν μπορούσα να της πω: Βλέπεις.
Με κάποιο τρόπο τα κατάφερα• ευλογώ την τύχη μου που
δεν υποβλήθηκα σε δοκιμασίες πέρα από τη δύναμή μου
κι όμως ακόμη πιστεύω πως η ανθρώπινη ψυχή ανήκει
στον αντι-κόσμο.
Που είναι αληθινός όσο κι αυτός εδώ είναι αληθινός και
τρομερός και κωμικός και παράλογος.
Μοχθούσα και πάντα διάλεγα το αντίθετο: μια τέλεια φύση
ανυψωμένη πάνω απ’ το χάος και το εφήμερο, έναν αναλλοίωτο
κήπο στην άλλη όχθη του χρόνου.
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός – Αντώνης Μακρυδημήτρης