Οι Ορτανσίες
Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα, εγώ αργοπορούσα ν’ανοίξω, απολαμβάνοντας όπως πάντα την αγωνία μου. Όταν άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω. «Είσαι ο Αρθούρος Ρεμπώ απ’ τη Σαρλεβίλ, είπα – τι θέλετε;» «Κινδυνεύουμε κι οι δύο» μου λέει. Όμως εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να σηκώνομαι αργά το πρωί, έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το καπέλο μου που για να παραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα ακόμα και στον ύπνο. Αλλά το πρόβλημα ήταν μετά. Πώς θα περνούσαν οι ώρες; Η μικρή κόρη του κηπουρού είχε πεθάνει σ’ ένα νοσοκομείο απόρων, οι φυλακισμένοι έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια χωρίς να κοιτάζουν τον ουρανό και το καφενείο «Η Ωραία Εποχή» που μαζευόμαστε νέοι είχε κλείσει. Καθόμουν λοιπόν και χαιρόμουν την ησυχία ή ξεφύλλιζα δρομολόγια τραίνων ή πλοίων (η αερoπλοΐα ήταν ακόμα για τους πολύ τολμηρούς και η λήθη πάντα για τους χαμένους). «Αρθούρε, του λέω, πώς μ’ανακάλυψες, εμένα κανείς δε με ξέρει.» Χαμογέλασε. «Πάντα αγαπούσα τις ορτανσίες» είπε. Και κατεβήκαμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους δρόμους
Που δε βγάζουν πουθενά…
Γράμματα στον υπόνομο
Οι απελπισμένοι δε φοβούνται τα μεγάλα λόγια
έτσι θα’ρθει ο καιρός που θ’ανοίξω το παράθυρο και θα
χαιρετήσω τα χαμένα καράβια
«για ποιο ταξίδι ονειρευτό» όπως έλεγε νέος, σχεδόν παιδί,
ένας φίλος μου ποιητής –
α, ζήσαμε μεγάλα χρόνια, όμως πράγματα ασήμαντα μας πέθαναν
κι αυτό το ωραίο όνειρο μας πήγε τόσο μακριά που δεν ξαναβρήκαμε το δρόμο
με τα ρολόγια σταματημένα στη μοναδική ώρα: την ώρα που αργήσαμε
κι ο ταχυδρόμος που κουράστηκε κι έριξε όλα τα γράμματα στον υπόνομο,
ίσως εκεί να ήταν η απάντηση κι εγώ γιατί δε γυρίζω πίσω,
ποιος με κρατάει σ’ αυτήν την ηλικία
γράφοντας μακροσκελή ποιήματα σαν παρατεταμένα σινιάλα στην υστεροφημία
κι αν φοβάμαι τη νύχτα δεν είναι οι τύψεις ή τα φαντάσματα
αλλά αυτή η απειλητική ευωδιά των ρόδων που ερημώνει τα προάστια –
πρέπει να’σαι προικισμένος για τη δυστυχία…
Απάντηση
«Μα πώς περπατάς επί των κυμάτων;» ρώτησα.
«Έχασα το δρόμο» μου λέει.