Δημιουργία
Καθόταν έξω στα χωράφια και σχεδίαζε πάνω στο χώμα
πουλιά. Μα τα πουλιά ζητούσαν τον ουρανό. Τότε σχεδίασε γύρω
τους την αιώνια θλίψη.
Και τα πουλιά πέταξαν.
Από το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
Η μεγάλη νοσταλγία
Τ’ άλλα ειπώθηκαν σιγανά σαν προσευχή: «Φίλιππε,
θεία-Ρόζα, Άννα…»,
αλλά τι σημασία έχουν τα ονόματα αφού είμαστε όλοι
ξένοι και το σκοτάδι γιατί έρχεται καθώς νυχτώνει
αν όχι για να κρύψει κάποιο μεγάλο μυστικό.
Ως απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δε ζήσαμε
κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…
Από την Καντάτα
Από ποιο, λοιπόν, παιδικό ξεχασμένο όνειρο, από ποιον μεγάλο
απραγματοποίητο έρωτα,
από ποια βαθειά, προαιώνια νοσταλγία
κουβαλάμε αυτή την αόριστη ανάμνηση της τελειότητας
που συντρίβει ό,τι αγγίξουμε – και μας κάνει να ξαναρχίζουμε
αιώνια; Από ποιαν αμείλιχτη ευλογία!
Το τέλειο έγκλημα
Όσο για το έγκλημα ήταν από καιρό προμελετημένο:
δεν έλειπε ούτε η υπόσχεση, ούτε ο υγρός τοίχος, ούτε ο γερο-
-ράφτης, ούτε και το ρείθρο όταν θα πέταγα στο τέλος
την επιστολή – μόνο μια λεπτομέρεια έμενε:
ποιον θα σκότωνα και γιατί;
Μα, ω Κύριε, μη μας αφίσεις τίποτ’ άλλο στον κόσμο,
παρά την εύνοια να κλαίμε χωρίς λόγο.
Από το Ο τυφλός με το λύχνο
Κύριε, τι θά’κανα χωρίς εσένα; Είμαι η ακατοίκητη
κάμαρα κι είσαι ο μεγάλος ξένος που ευδόκησες
να την επισκεφτείς.
Κύριε τι θά ’κανες χωρίς εμένα;
Είσαι η μεγάλη σιωπηλή άρπα
κι είμαι το εφήμερο χέρι
που ξυπνάει τις μελωδίες σου.
Λαϊκές Ιστορίες
Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλά
οι στέγες τους στάζουν, στην κουζίνα είναι ένας κουβάς
για τα βρώμικα νερά. Οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι
όπως γύρω από ένα νεκρό. Απ’ τα σπασμένα παράθυρα
μπαινοβγαίνει η νύχτα, η βροχή κι ο χρόνος.
Τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία
και τα κορίτσια μένουν ανύπαντρα.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι γεννηθήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι οχυρωθήκαμε
και πολεμήσαμε.
Αυτή είναι η ιστορία μου.