Συνήθιζε να γράφει με το μεγάλο δείχτη του
Συνήθιζε να γράφει με το μεγάλο δείχτη του στον αέρα:
«Ζήτο η σηντρόφη! Πέδρο Ρόχας»,
απ’ τη Μιράντα του Έβρου, άντρας και πατέρας,
άντρας και σύζυγος, άντρας κι εργάτης τρένων,
προπάντων άντρας. Αυτός κι οι δυo του θάνατοι.
Χαρτί του ανέμου, τον σκοτώσαν: πέρνα!
φτερό της σάρκας, τον σκοτώσαν: πέρνα!
Μήνησε αμέσος σόλους τους σηντρόφους!
Πάσσαλος όπου του κρεμάσαν την ταμπέλα,
τον σκοτώσαν•
τον σκοτώσαν στου δείχτη του τη ρίζα!
Σκοτώσαν σύγχρονα τον Πέδρο και τον Ρόχας!
Ζήτο η σηντρόφη
στην κορφή της αέρινης σελίδας.
Ζήτο με το Ο του Όρνιου μες στα σπλάχνα
του Πέδρο
και του Ρόχας, του ήρωα και του μάρτυρα!
Ψάχνοντάς τον, νεκρό, του βρήκαν
στο σώμα ένα κορμί μεγάλο,
για την ψυχή του κόσμου,
και στο σακάκι ένα νεκρό κουτάλι.
Ο Πέδρο επίσης συνήθιζε να τρώει
ανάμεσα απ’ τα πλάσματα της σάρκας του, να καθαρίζει,
να βάφει το τραπέζι και να ζει γλυκά
σαν αντιπρόσωπος όλου του κόσμου,
και το κουτάλι εκείνο πήγε στο σακάκι του
ξύπνιος ή κοιμισμένος μάλλον όντας, πάντα,
κουτάλι πεθαμένο, όλο ζωντάνια, εκείνο και τα σύμβολά του.
Μήνησε αμέσως σόλους τους σηντρόφους!
Ζήτο η συντρόφη στο πόδι αυτού του κουταλιού για πάντα!
Τον σκοτώσαν υποχρεώνοντάς τον να πεθάνει
ο Πέδρο, ο Ρόχας, ο εργάτης, ο άντρας, αυτός
που όταν γεννήθηκε τον ουρανό θωρούσε
κι ύστερα τράνεψε, γίνηκε κόκκινος
και πάλεψε με τα κελιά του, τα όχι του, τα ακόμα του, τις πείνες,
τα κομμάτια του.
Απαλά τον σκοτώσαν, ανάμεσα
στης γυναικός του Χουάνας Βάθκεθ τα μαλλιά
την ώρα της φωτιάς, τη χρονιά των μπαταριών,
κι όταν όδευε πια κοντά στα πάντα.
Ο Πέδρο Ρόχας, τότε, πεθαμένος,
σηκώθηκε, το ματωμένο φίλησε μνημούρι του,
έκλαψε για την Ισπανία
κι έγραψε πάλι με το δείχτη του στον αέρα:
«Ζήτο η συντρόφη! Πέδρο Ρόχας».
Το κουφάρι του ήταν γεμάτο κόσμο.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου