Ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα
Κι ένα πρωινό στο δάσος όπως ήμουν, σκόνταψα
ξάφνου απάνω σ’ένα πράγμα,
Σκόνταψα απάνω του σ’ ένα χορταριασμένο ξέφωτο φρουρούμενο
από βελανιδιές κι από φτελιές φολιδωτές
Και της σκηνής οι σκοτεινές πτυχές ορθωθήκαν, σπρώχνοντας
να χωθούν ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα…
Ήτανε ένα σχήμα απ’ άσπρα κόκαλα, που μ’αποξεχασιά κοιμούνταν
σε μαξιλάρι στάχτης.
Ήταν ένας μικρού δεντριού κορμός καρβουνιασμένος, που ’δειχνε
με δάχτυλο γυμνό κατά τον ουρανό με κατηγόρια.
Ήταν δέντρων κλαδιά σκισμένα, φλέβες μικρούτσικες φύλλων καμένων και
ένα τσουρουφλισμένο μάτσο καννάβι λιγδιασμένο.
Ένα κενό παπούτσι, μια αδειανή γραβάτα, ένα πουκάμισο σκισμένο, ένα
μοναχικό καπέλο και ένα παντελόνι αλύγιστο από το μαύρο αίμα.
Και στο ποδοπατημένο χόρτο απάνω ήταν κουμπιά, σπίρτα σβεστά,
άκριες πούρων και τσιγάρων, από φιστίκια φλοίδια, μια στραγγισμένη
μπουκάλα τζιν κι ένα κραγιόν που οι πόρνες βάνουν.
Σκόρπια αχνάρια πίσσας, ανάστατες σειρές φτερών και
τ’αποτελειώματα της μυρωδιάς βενζίνα.
Και μέσα από τον πρωινό αέρα έχυσε ο ήλιος κίτρινο
ξάφνιασμα στου πετρωμένου καύκαλου τις κόχες των ματιών…
Και στέκοντας, πάγωσε το μυαλό μου μες σε κατακλυσμό συμπόνιας
για τη ζωή που είχε χαθεί.
Το χώμα γράπωσε τα πόδια μου και την καρδιά μου την κυκλώσαν’
κατάκρυα του φόβου τείχια –
Ο ήλιος στέρεψε στον ουρανό• ένας νυχτιάτικος αγέρας μουρμούρισε στο χόρτο
και ψαχούλεψε τα φύλλα μες στα δέντρα• το δάσος ξέβρασε τις λιμασμένες
αλυχτησιές σκύλων κυνηγάρικων• με διψασμένες το σκοτάδι έσκουξε λαλιές•
και οι μάρτυρες ορθώθηκαν και ζούσαν:
Τα ξεραμένα κόκαλα αναδευτήκαν’ τρίξαν’, ανασηκώθηκαν και μέσα μου
χυθήκαν κι έγιναν κόκαλά μου.
Οι γκρίζες στάχτες έγιναν ακέρια μαύρη σάρκα, που μπήκε μες στη σάρκα μου.
Στόμα με στόμα πέρασε η μπουκάλα με το τζιν, λάμψανε πούρα και τσιγάρα,
πασάλειψε με κόκκινο κραγιόν τα χείλια της η πόρνη
Και γύρω μου μυριάδες στροβιλιστήκαν πρόσωπα, με σαματά ζητώντας
η ζωή μου να καεί..
Και τότε μ’έπιασαν, με ξεγύμνωσαν’, τσακίζοντας τα δόντια μου
ως τον λαιμό μου κάτω, ώσπου κατάπια το αίμα μου.
Πνίχτηκε η φωνή μου στη χάβρα των φωνών τους και το μαύρο
μούσκεμο σώμα μου γλιστρούσε και τσούλαγε στα χέρια τους
όπως με δέναν’ στο μικρό δεντρί.
Και το πετσί μου κόλλησε στην πίσσα που κόχλαζε καυτή,
πέφτοντας από πάνω μου σε μαλακούς παρτσάδες.
Κι οι καλαμένιες μύτες των λευκών φτερών στην ανοιχτή μου βυθιστήκαν
σάρκα και μες στον τάραχό μου μούγκρισα.
Δεύτερα το αίμα μου δροσίστη σπλαχνικά, δροσίστη σ’ ένα
βάφτισμα βενζίνας.
Και μες σε κόκκινη έκρηξη σάλταρα ως τα ουράνια, όπως ο πόνος
σαν να’ν’νερό υψωθηκε, τα μέλη βράζοντάς μου.
Κοντανασαίνοντας, εκλιπαρώντας σφιχτά σφιχταγκαλιάστηκα παιδιαστικά,
σφιχταγκαλιάστηκα απ’ του θανάτου τα ζεστά πλευρά.
Τώρα είμαι ξεραμένα κόκαλα και καύκαλο το πρόσωπό μου πετρωμένο,
που μ’ένα κίτρινο τηράει ξάφνιασμα τον ήλιο…
Μετάφραση: Νίκος Λάϊος