Πένθιμο τραγούδι για την Μαίριλυν Μονρόε
«Είναι φορές που αισθάνομαι την ανάγκη να πω στους ανθρώπους:
Σας παρακαλώ, έστε ευγενικοί, είμαι ένα ανθρώπινο πλάσμα,
μεταχειρισθήτε με σαν ένα ανθρώπινο πλάσμα».
(Από γράμμα της Μονρόε σε μια φίλη της)
Να πέθανες άραγε τυλιγμένη με στεναγμούς ανακούφισης
ύστερα απ’ το κεραυνοβόλο κρασί του θανάτου
που ήπιες για να χορτάσεις ύπνο;
ή πλανιέσαι ακόμα σαν φάντασμα στην έρημη χώρα
ρωτώντας τους ταπεινούς ποιος είναι ο πατέρας σου;
Τόση λοιπόν μοναξιά στων ουρανοξυστών τα δάση
τόσα θηρία, φτωχή μου Μαίριλυν, τόση αγοραπωλησία
τόση παγωνιά κάτω απ’ τις γούνες σου
τόσο σκοτάδι πίσω απ’ τον ουρανό των ματιών σου;
Και να μην το ξέρω
Μπορούσα να φυτέψω μπρος από το παράθυρό σου
Ένα ηλιοτρόπιο να σε προσανατολίζει
Να ύψωνα τείχη για την άμυνά σου
να προστάτευα την ψυχή σου στα συμβόλαια των εμπόρων
να διατηρούσα απυρόβλητες τις ελπίδες σου
να σε κοίμιζα με τραγούδια σαν μικρή αδελφούλα.
Γιατί να μου είσαι μέχρι χτες τόσο ξένη;
Γιατί να μην πάρω μια είδηση απ’ την αιχμαλωσία σου
ένα σήμα κινδύνου όταν ναυαγούσες;
Γιατί να μην υποπτευθώ πως δεν ήσουν εσύ αμφορέας λαγνείας
που σ’ έπιναν οι άπληστοι και μεθούσαν
γυμνό κορμί που ζητωκραύγαζε στα κιόσκια των εφημερίδων,
γιατί να μην ξέρω πως στα γενέθλιά σου
έκλαιγες πάντα με δυνατούς λυγμούς
γιατί είχες μπει στον κόσμο σαν κλέφτης;
Όταν εκατομμύρια πόθοι μ’ ένα εισιτήριο
λεηλατούσαν το σώμα σου ολόγυμνο στην οθόνη
όταν τα σπάταλα γέλια σου φύτευαν δέντρα σε ξένες αυλές,
εσύ τις ίδια νύχτες
έψαχνες στις γωνιές των δρόμων για ένα φίλο
φιλοξενούσες αδέσποτα σκυλιά
στο χιόνι χάραζες τ’ όνομά σου.
Στον αληθινό ρόλο σου κανείς θαυμαστής σου δεν σ’ είδε
να ζητιανεύεις αγάπη φορτωμένη κοσμήματα
να ζητιανεύεις μια σταγόνα ύπνο από τα φαρμακεία
να φιλάς κούκλες με παράφορο μητρικό πάθος
να χαρίζεις δώρα στα μικρά πεινασμένα κορίτσια
να ικετεύεις έναν εργάτη να σ’ ονομάσει κόρη του
κι’ αυτός περίφοβος ν’ αρνιέται…
Δεν υπάρχεις
ο σκληρός νόμος σε σάρωσε του καταρράχτη
σαν ένα στιλπνό λουλούδι δίχως αντίσταση.
Και όμως τ ώ ρ α υπάρχεις για τους ποιητές
για όσους ανάβουν φωτιές ελπίδας στους βράχους
για όσους πνίγονται στην τρικυμία των σεντονιών κάθε νύχτα
για όσους είδαν τ’ αδιέξοδα και τα βάραθρα
αυτού του χρυσοποίκιλτου κόσμου της δυστυχίας.
Αντίο, Μαίριλυν.
Κι αν έφυγες ήσυχα δίχως παράπονο
σαν μια συνεσταλμένη παιδούλα
ντυμένη στα πράσινα για ν’ αρέσεις στου παραδείσου τα πουλιά
και στον Έντγαρντ Πόου που σε περιμένει,
η ψυχή σου ξεδιπλώνει ε δ ώ σαν μια σημαία
ποθώντας σαν όλες τις σημαίες να ζήσει παντοτινά!
Την ακούμε να πλαταγίζει
να διαμαρτύρεται γιατί αγνοήθηκε
να παλεύει με τους ίδιους ανέμους
να καταγγέλλει την εποχή που σε μεταχειρίστηκε τόσο σκληρά»
σαν να μην ήσουν, Μαίριλυν, ένα ανθρώπινο πλάσμα!!!