[Σου το’πα για τα σύννεφα]
ΣΟΥ ΤΟ’ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου τό’πα για το δέντρο το θαλασσινό
Για κάθε κύμα και για τα πουλιά μέσα στα φύλλα
Για του ρόχθου τα βότσαλα
Τα χέρια τα ζεστά και γνώριμα
Για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο
Και του δίνει ο ύπνος πάλι το χρώμα τ’ ουρανού του
Για τη νύχτα που την ήπιανε όλη
Για της δημοσιάς την καγκελόπορτα
Για τ’ανοιχτό παράθυρο για το ξέσκεπο μέτωπο
Σου τό’πα για τους στοχασμούς σου για τα λόγια σου
Κάθε χάδι κάθε πίστη μες στο μέλλον επιβιούν.
[Αρμένισμα της σιωπής]
ΑΡΜΕΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Από τα χέρια μου ως στα μάτια σου
Και βαθιά μες στα μαλλιά σου
Κόρες από λυγαριά
Με τη ράχη στον ήλιο στηριγμένες
Σαλεύουνε τα χείλη τους
Κι αφήνουν τον τετράφυλλο ίσκιο
Τη θερμή απ’ τον ύπνο τους καρδιά να κατακυριέψει.
[Στων περιβολιών την έφοδο]
ΣΤΩΝ ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΤΗΝ ΕΦΟΔΟ
Αντάμα ζούνε οι εποχές
Πάθος του θέρους για τη χειμωνιά
Και με των άλλων δυο την τρυφερότητα
Οι θύμησες σαν πούπουλα
Τον ουρανό θρυμμάτισαν τα δέντρα
Μια όμορφη βαλανιδιά στην άχνη ξεπλυμένη
Ζωή των πουλιών ζωή των φτερών
Κι ένα λοφίο, λοφίο παιχνιδιάρικο
Γεμάτο φόβους που χαμογελούν
Και μοναξιά που φλυαρεί και τελειωμό δεν έχει.
[Θλιμμένη κάθεται και βάζει]
ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΚΑΘΕΤΑΙ και βάζει
Σ’ενέργεια την αμφιβολία εάν
Είναι στα μάτια του άλλου
Ίδια κι απαράλλαχτη
Πρασινάδα ενήλικη μες στο χλωρό
Λουτρό λεπτουργημένο καστανή ή ξανθή
Ως τ’ακρότατο της κορυφής λουλούδι
Κι η γύμνια της αδιάσπαστη
Τα στήθη της οι απαρνημένες χάρες
Ανάμεσα στα δέντρα
Ένα γέλιο με μαλλιά κιτρινολούλουδων
Η καταιγίδα που μάχεται για τους δικούς της
Και τσακίζει του φωτός τις ρίζες.
Είναι αυτή κι επίσης είναι η καταιγίδα
Που μοιράζει ανεπιτήδεια όπλα
Στα χορτάρια στα έντομα
Στις θαλπωρές τις ύστερες
Τους καπνούς του φθινόπωρου
Τις στάχτες του χειμώνα
Έπαψε να ’ναι πια
Σπάνιο το μαύρο το μαργαριτάρι
Ομονοούν ανία κι επιθυμία
Της μονομανίας γυμνάσματα
Κάθε τι απολησμονήθηκε
Τίποτα δεν επήε θυσιασμένο
Η μυρωδιά των ερειπίων διαρκεί
Κι εκείνη στα κλειστά της βλέφαρα ίδια κι απαράλλαχτη.
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης