Το μπαμπού στο παραθύρι

Αχ, μην το κόβετε για μια φλογέρα,
μην το κλαδεύετε για μια πετονιά.
Σαν θα’χουν μαραθεί τα λούλουδα και το χορτάρι,
όμορφο που θα’ναι κάτω απ’ τις τολύπες του χιονιού.

Άνθη δίχως άνθη

Άνθη δίχως άνθη,
πάχνη δίχως πάχνη.

Ήρθε τα μεσάνυχτα και φεύγει την αυγή.
Όνειρο της Άνοιξης που σβήνει,
σύννεφο πρωινό που χάνεται.

Υποταγή

Κράτα μακριά τη σκέψη σου απ’ όσα έχουν πια τελειώσει,
οι αναμνήσεις φέρνουνε θλίψη και πόνο,
κράτα μακριά τη σκέψη σου απ’ όσα πρόκειται να’ρθουν,
θα σε γεμίσει φόβο η σκέψη του αύριο.
Κάλλιο σαν το σακί τη μέρα πάνω στην καρέκλα,
τη νύχτα στο κρεβάτι σου μια πέτρα
σαν έρθει φαγητό, άνοιξε το στόμα σου,
σαν έρθει ο ύπνος, σφάλησε τα μάτια.

Ο Καθρέφτης

Έφυγε
αφήνοντας έναν καθρέφτη μες στη θήκη του
κι είναι σαν του φθινόπωρου νερό χωρίς λωτούς,
μια κι έπαψε ν’αντανακλά τ’ωραίο της πρόσωπο.

Δεν άνοιξα τη θήκη αυτή όλο το χρόνο
κι ο μπρούντζινος καθρέφτης ντύθηκε στη σκόνη
μα σήμερα τον σκούπισα προσεχτικά
για να κοιτάξω αυτό το πρόσωπο το γερασμένο.

Τον έκρυψα, μα ο πόνος πρόλαβε και θέριεψε:
Στη ράχη του έχει δυο δράκοντες αγκαλιασμένους.

Ο κόκκινος παπαγάλος

Σταλμένος δώρο απ’ το Αννάμ,
ωραίος κόκκινος παπαγάλος
σαν το μπουμπούκι της ροδακινιάς
μιλώντας τη λαλιά των ανθρώπων.
Κι έκαναν και σ’αυτόν ως κάνουν
στους ρήτορες και τους σοφούς.
Ένα γερό κλουβί εστήσανε
κι εκεί τον φυλακίσανε.

Γεράματα

Γερνάμε αντάμα εσύ κι εγώ.
Αλήθεια, σκέφτηκες πώς είναι τα γεράματα;
Το νυσταλέο μάτι που κλείνει πριν έρθει η νύχτα,
το νυσταλέο κεφάλι αχτένιστο μέχρι το μεσημέρι,
ένας περίπατος κάποτε – πάντα με το μπαστούνι
ή μες στο σπίτι ολημερίς κι οι πόρτες σφαλιχτές.
Να μην τολμάς να κοιταχτείς μες στον καθρέφτη
και τα βιβλία ν’αποφεύγεις τα ψιλογραμμένα.
Βαθαίνει η αγάπη για τους φίλους τους παλιούς,
όλο και πιο σκληρή παρέα τα νιάτα.
Μοναδική χαρά μας έμεινε, σαν σμίγουμε,
να ψιλοκουβεντιάζουμε όπως πάντα – εσύ κι εγώ.

Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!