Ποιήματα
Κόρη ορθωμένη μέσα στη γύμνια της από μήλο
Μπρος στη ντροπή των ανθρώπων που είναι σκεπασμένοι με δόρατα
Και με τραγούδια
Ισχνά φυτά από φως
Που παίρνουν το πέταγμά τους δίχως λόγο
Γέλιο πικρό γέλιο απόγνωσης
Δεν υπάρχει πια τίποτα στο ημισφαίριό μας
Τίποτα να πιούμε
Τίποτα να πούμε
Τίποτα να δούμε
Ένα σκέπασμα πιο πυκνό πάνω στο πνεύμα
Ένα κελύφι πάνω στο πρόσωπο
Βαδίζει σα νεκροφόρα
Βαδίζει στα ίχνη των λύκων πάνω στο χιόνι
Στην παγίδα και στην προδοσία
Τόσοι άνθρωποι χαμένοι πάνω στο δρόμο
Τόσοι δεσμοί συντριμένοι ανάμεσα στην καρδιά και στο κεφάλι
Τόσα καράβια στο χαμό
Με το χιόνι με τον άμμο
Με τη λάσπη με τη βροχή
Να σβύνεις να καταπνίγεις την εικόνα τη θύμηση το θόρυβο
Τίποτα πια να μην ακούς ούτε να βλέπεις.
Ήχος καμπάνας
Όλα έσβυσαν
Ο άνεμος περνάει τραγουδώντας
Και τα δέντρα ριγούν
Τα ζώα είναι νεκρά
Δεν υπάρχει πια κανένας
Κύτταξε
Τ’ αστέρια έπαψαν να λάμπουν
Η γη πια δεν στριφογυρνά
Ένα κεφάλι έγυρε
Τα μαλλιά σαρώνουν τη νύχτα
Το τελευταίο κωδωνοστάσιο που απόμεινε όρθιο
Σημαίνουν μεσάνυχτα.
Ήλιος
Μόλις έφυγε κάποιος
Μεσ’ στο δωμάτιο
Απομένει ένας στεναγμός
Η έρημη ζωή
Ο δρόμος
Και το ανοιχτό παράθυρο
Μια ηλιαχτίδα
Στην πράσινη χλόη.
Μεγάλος Δρόμος
Η φωτιά σχεδόν έχει σβύσει
Και μπροστά κάποιος κλαίει
Που περνά τούτο το χέρι
Που η θέρμη του παραμένει
Νύχτωσε
Τα τζάμια λυώνουν
Αν το σπίτι εξαφανίζονταν
Μαζί με μας πίσω απ’ τα δέντρα
Κάποιος ακόμα θάμενε
Μια γλυκειά φωνή θα τραγουδούσε
Και ο ίσκιος του χρόνου θάφευγε
Το βράδυ
Να κάνει το γύρο του κόσμου
Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης