Στίχοι που έγραψα καθισμένος πλάιστο μεγάλο κανάλι του Δουβλίνου

Ω μνημονεύσετέ με όπου υπάρχει νερό,
Κατά προτίμηση νερό του καναλιού, τόσο ήρεμα
Πρασινωπό στου καλοκαιριού το φυλλοκάρδι. Αδελφέ,
Μνημόνευσέ με έτσι όμορφα.
Εκεί στον υδατοφράχτη, ο καταρράχτης βρυχάται
Με Νιαγάρειους ήχους για όσους κάθονται στην τρομερή σιγή
Του μισοτελειωμένου Ιούλη. Σε πεζό λόγο δεν θα μιλήσει κανείς
Που θα έχει βρει το δρόμο για κείνα τα Παρνάσσεια νησιά.
Ένας κύκνος γλιστράει με σκυμμένο κεφάλι γεμάτο απολογίες.
Φως φανταστικό κοιτάζει μες από τα μάτια των γεφυριών –
Και να, μια μαούνα έρχεται κουβαλώντας από το Αθάι
(Και από άλλα σκόρπια μακρινά χωριά) μυθολογίες.
Ω μνημονεύσετέ με χωρίς κανένα μνήμα για θαρραλέο
Ήρωα – απλώς μ’ ένα παγκάκι στο κανάλι
για όποιον περαστικόν.

Στην οδό Ράγκλαν

Στην Οδό Ράγκλαν, ημέρα φθινοπωρινή,
την πρωτοσυνάντησα και ένιωσα
Πως τα μαύρα της μαλλιά θα μου έστηναν παγίδες,
που κάποτε θα θρηνούσα.
Κατάλαβα τον κίνδυνο. Μα συνέχιζα το ίδιο στοιχειωμένο μονοπάτι
Και είπα: «Η θλίψη ας γίνει ίδια με φύλλο
πεσμένο μέσα στην χαραυγή.»

Στην Οδό Γκράφτον, Νοέμβρη μήνα,
τρέχαμε ανάλαφρα στην άκρη
Του βαθύτατου γκρεμού, βλέποντας πόσο αξίζει
η υπόσχεση του πάθους.
Η Ντάμα Κούπα φτιάχνει τάρτες
κι εγώ δεν κάθομαι να χαζεύω –
Ω, πόσο αγαπούσα!… Κάπως έτσι, σπαταλιέται η αγάπη.

Της έκανα δώρα ψυχής, της έδωσα το σήμα μυστικό,
το γνωστό μονάχα
Στους καλλιτέχνες που έχουν γνωρίσει
τους γνήσιους θεούς του ήχου και της πέτρας,
Της λέξης και της χροιάς.
Δεν έκανα τσιγκουνιές. της χάρισα ποιήματα να πει
Με το δικό της όνομα εκεί, με τα μαύρα της μαλλιά ίδια
σύννεφα πάνω από λιβάδια του Μάη.

Σ’ ένα ήσυχο στενό, εκεί που συναντιώνται παλιά φαντάσματα,
την βλέπω τώρα
Να φεύγει μακριά μου τόσο γρήγορα που
– με τη λογική μου – ανάγκη είναι να δεχθώ
Πως δεν κορτάριζα όπως έπρεπε,
ένα πλάσμα φτιαγμένο από χώμα.
Όταν ο άγγελος ερωτοτροπεί με το χώμα,
χάνει τα φτερά του μέσα στην χαραυγή.

Μετάφραση: Άμυ Μιμς

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!