H Μεγάλη Πείνα
XIII
O κόσμος παρατηρεί
Και λέει για το χωριάτη:
«Ο χωριάτης δεν έχει καθόλου στενοχώριες.
Στα λυρικά χωραφάκια του
Οργώνει και σπέρνει
Τρώει φρέσκια τροφή
Ερωτεύεται φρέσκιες γυναίκες
Είναι αφέντης του εαυτού του
Έτσι όπως ήταν στην Αρχή
Η απλοϊκότητα της ζωής του χωριάτη.
Τα πουλιά που τραγουδάνε για το χωριάτη είναι αιώνιες χορωδίες.
Όπου κι αν πατήσει υπάρχουν λουλούδια.
Η καρδιά του είναι αγνή
Το μυαλό του καθάριο
Μπορεί να μιλάει στο Θεό, όπως μιλούσαν ο Μωυσής και ο Ησαΐας –
Ο χωριάτης που είναι μόλις μια σπιθαμή
μακριά από τα κτήνη που οδηγεί».
Οι ταξιδιώτες σταματάνε τ’αμάξια τους πάνω από το πράσινο ύψωμα
για να χαζέψουν μέσα στα χωράφια του:
Η πηγή όλων των πολιτισμών και όλων των θρησκειών είναι εκεί.
Η λιμνούλα όπου βουτάει ο ποιητής και ο μουσικός είναι εκεί.
Χωρίς τη χωριάτικη ρίζα του ο πολιτισμός θα πεθάνει.
Το τραγούδι του τραγουδιστή είναι ανώφελο
Αν δεν είναι το χώμα μέσα στο στόμα.
Οι ταξιδιώτες αγγίζουν τις ρίζες των χόρτων και ανανεώνονται
Όταν πιάσουν ξανά το τιμόνι.
Ο χωριάτης είναι το άφθαρτο παιδί της προφητείας.
Ο χωριάτης είναι όλες οι αρετές – ας τον χαιρετίσουμε χωρίς ειρωνεία
Το χωριάτη ζευγολάτη που ο μισός είναι φυτό–
Και μπορεί ν’αντιδράσει στον ήλιο και στη βροχή.
Κάποτε μάλιστα μπορεί και να λυπηθεί
Επειδή ο Δημιουργός του Φωτός δεν τον άγγιξε πιο δυνατά.
Επειδή δεν τον ανέβασε από το υπέδαφος
Σε μια ύπαρξη συνειδητής χαράς. Δε γεννήθηκε τυφλός.
Δεν είναι πάντα τυφλός. Κάποτε υποχωρεί ο καταρράχτης
Μπροστά στην ξαφνική υποχώρηση των λίθων ή στη λαχτάρα
γι’ αναπαραγωγή.
Τα κορίτσια περνάνε στους δρόμους
Κι εκείνος αναλογίζεται τι είναι ο άνθρωπος.
Μα δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κάνει.
Άραγε δεν υπάρχει τίποτα να κάνει;
Δεν υπάρχει καμιά διαφυγή;
Καμιά διαφυγή. Καμιά διαφυγή.
Οι αγελάδες και τ’ άλογα ζευγαρώνουν
Και ο σπόρος της πατάτας
Δίνει ένα μπουμπούκι και μια ρίζα κι ύστερα σαπίζει
Έτσι και η καλή μητέρα με τους γιους της.
Το ξεπεταρούδι φεύγει απ’ τη φωλιά μοναχό του.
Μα ο χωριάτης δένεται μέσα στα μικρά κτήματά του
Στη μήτρα της μάνας με τον ομφάλιο λώρο
Που έχει σκληρύνει από τον άνεμο
Όπως ένα κατσίκι δεμένο με σκοινί στο κούτσουρο του δέντρου –
Στριφογυρίζει γύρω γύρω κι αναρωτιέται γιατί να είναι έτσι.
Διόλου σύγκρουση.
Διόλου δράμα.
Έτσι του βγήκε η ζωή.
Διόλου τρελές οπλές να καλπάζουν στον ουρανό
Μα ο δειλός, νερόβραστος τρόπος της αληθινής τραγωδίας–
Ένα άρρωστο άλογο που οσφραίνεται το λιβάδι
Αναζητώντας έναν καθαρό χώρο για να πεθάνει.
Μετάφραση: Άμυ Μιμς – Ρουλα Κακλαμανάκη