Της Αγάπης
Άσε την πόρτα ανοιχτή ν’ ακούω την ανάσα σου.
Σε θέλω παρέα μου, να νιώθω ζωντανός.
Θα ’μαι εδώ δίπλα.
Απόψε θα πάω να περπατήσω στα όνειρα.
Ξέρω ένα μονοπάτι απάτητο που βγάζει στα μέρη τους.
Μα θα γυρίσω γρήγορα.
Θέλω να περάσω κι από το λιμάνι.
Να ξανακούσω τους θρύλους των ανθρώπων,
που δεν λένε ψέματα.
Μετά μπορεί να κάτσω στο γραφειάκι να τελειώσω
εκείνο το ποίημα που άφησα στη μέση.
Εκείνο με την κοπέλα και το μωρό,
που βρέθηκε ένας χαμένος φεφτάς πίσω από τα σκότη
κρυμμένος,
που ’γραφε πως αυτός που είπε την αλήθεια
πρέπει να τιμωρηθεί.
Θυμήθηκες;
που μετά από καιρό πιάσαν κάποιον,
που είχε ακούσει κάποιον άλλο,
να λέει ψιθυριστά σε ένα πεταλωτή,
για ένα πραματευτή,
στο δρόμο που γυρνούσε από ένα μακρινό χωριό,
που δεν θυμόταν ποιο απ’ όλα,
για μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά,
που έτρεχε παλαβωμένη να κρυφτεί στο δάσος,
γιατί το παιδί είχε γεννηθεί με την κατάρα να λέει την αλήθεια
κι έτρεχε στα βουνά να το γλυτώσει.
Κι όλοι το ψάχναν στην πολιτεία να το τιμωρήσουν.
Γιατί η αλήθεια συκοφαντεί.
Πάλι καλά, σιγόλεγαν οι χωριάτες,
πιο παλιά μας φυλάκωναν
και παλιότερα βάζαν τους μαστιγωτές και μας γραμμώναν
την πλάτη.
Κοιμήσου εσύ, εγώ θα σε προσέχω και θα γράφω.
Εμείς οι μικροί
Κι ύστερα ήρθαν όλα ανάποδα
το σύμπαν δεν υπάκουσε τις θεωρίες μας
ούτε των χριστιανών, ούτε των μαρξιστών
τρώγονταν μεταξύ τους για όλα.
Να το φυλακίσεις δεν μπορούσες
να το συκοφαντήσεις δεν σε άκουγε
να το κατηγορήσεις φαινόταν γελοίο.
Κρυβόμασταν σε δύο ουτοπίες•
και συνεχίσαμε τον καβγά
και το ρίξαμε στα ανέκδοτα να ξεφύγουμε.