Στο τέλος-τέλος κανείς δεν υπάρχει
Στο τέλος-τέλος κανείς δεν υπάρχει, όχι, όχι,
ούτε στόμα υπάρχει ούτε φωνή,
ούτε μάτια, ούτε χέρια, ούτε πόδια: όλα τους χάθηκαν•
μ’ένα τσέρκι τρέχει η διάφανη μέρα,
ο δροσερός αέρας είναι μέταλλο γυμνό.
Ναι, μέταλλο, αέρας και νερό, και κίτρινη ανθοφορία,
και μαζεμένα όλα τους σ’ένα τσαμπί,
κάτι παραπάνω, η επιμονή της ευωδιάς τους,
η αγνή της γης κληρονομία.
Πού είναι η αλήθεια; Μα το κλειδί
εχάθηκε σ’ ένα στράτευμα από πόρτες,
και βρίσκεται εκεί ανάμεσα σε τόσα άλλα,
χωρίς να βλέπει.
ποτέ
την κλειδαριά του.
Κι εσύ στο τέλος,
ακριβώς γι’ αυτό, δεν ξέρεις πού να χάσεις
το κλειδί, την αλήθεια, το ψέμα.
Εδώ
δεν υπάρχει δρόμος, κανείς δεν έχει πόρτες,
μόνο η άμμος ανοίγει τρέμοντας.
Και ανοίγει όλη η θάλασσα, όλη η σιωπή,
Το διάστημα όλο με κίτρινα άνθη•
ανοίγει το τυφλό άρωμα της γης
και, όπως δεν υπάρχουν δρόμοι,
κανένας δεν πρόκειται να’ρθει, παρά μόνο
η μοναξιά, και θα ηχεί σαν τραγούδι που κάποια καμπάνα
το λέει.
Οι τύραννοι της Αμερικής
Τη ζωή μου εγώ την πέρασα με τους δικούς μου ανθρώπους,
με τους εξόριστους και με τους πεθαμένους,
ξυπνούσα στη φυλακή και με ρώταγαν
του πνιγμένου αδερφού μου το όνομα
και συνήθως η απάντησή μου ήταν σιωπή
πηγαδήσια, σαν μισάνοιχτος τάφος
του πατέρα και της μάνας μου που μένανε για πάντα βουβοί.
Καιγόταν η καρδιά μου από τούτη τη φωτιά που έχουν
η ανίκητη αξιοπρέπεια και τα τσακισμένα δάκτυλα
σα να’πρεπε να μαζεύω εγώ
των λαβωμένων ισημερινών το αίμα
και σαν να μην ήμουν ποτέ εγώ, αλλά οι άλλοι:
αυτοί όλοι που επίσης είμαι εγώ, μα χωρίς χαρά,
διότι εμένα σαν άλλο ακατοίκητο προάστιο εγέμιζε
το τραγούδι μου όλο με φυλακισμένους.
Οι λαοί
Ενώ φυλές και λαοί
σκάβουν το χώμα και κοιμούνται στα ορυχεία,
ψαρεύουν και στα στάχυα του χειμώνα,
μπήγουν καρφιά στα φέρετρά τους,
χτίζουν πόλεις που δεν τις κατοικούν,
θερίζουν ψωμί που δεν θα’ναι δικό τους αύριο,
φιλονικούν για τους κινδύνους και την πείνα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής