Ωδή στα τσουράπια
Μου’φερε η Μάρου Μόρι
ένα ζευγάρι
τσουράπια
που τα ’πλεξε με τα δυο της χέρια
τα χωριάτικα,
δυο μαλακά τσουράπια
σαν κουνέλια.
Μέσα σε δαύτα
έχωσα τα ποδάρια μου
καθώς μέσα
σε δυο
σακούλες
υφασμένες
με νήμα
λυκόφωτος
και προβατίσιο τομάρι.
Κατάγερα τσουράπια,
τα ποδάρια μου γίναν,
δυο ψάρια
μάλλινα,
δυο μακρουλά σκυλόψαρα
– χρώμα γαλάζιο λουλακί–
διαπερασμένα
με μια χρυσή κοτσίδα,
δυο γιγάντια κοτσύφια,
δυο κανόνια:
των ποδαριών μου
τους έγινε τρανή τιμή, με αυτό τον τρόπο
από
αυτά
τα επουράνια
τσουράπια.
Ήταν τόσο ωραία
που για πρώτη φορά
βρήκα τα πόδια μου
απαράδεκτα
σαν δυο κρονόληρους
πυροσβέστες, πυροσβέστες
ανάξιους
εκείνης της έξοχης
φωτιάς,
των λαμπερών εκείνων
τσουραπιών.
Μολαταύτα
αντιστάθηκα
στον οξύ πειρασμό
να τα φυλάξω
καθώς τα σκολιαρόπαιδα
φυλάγουν
τις πυγολαμπίδες,
καθώς οι μορφωμένοι
μαζεύουν
ιερά ντοκουμέντα,
αντιστάθηκα
στη φουριόζα παρόρμηση
να τα βάλω
σ’ ένα χρυσό
κλουβί
και κάθε μέρα να τους δίνω
καναβούρι
και σάρκα από ρόδινο πεπόνι.
Σαν τους προσκόπους
που μες το δάσος
απιθώνουν το δυσεύρετο
πράσινο ελάφι
στην ψησταριά
και σου το χαπακώνουν
γεμάτοι τύψεις,
τέντωσα
τα πόδια
και φόρεσα
τα όμορφα
τσουράπια
και
μετά τα παπούτσια.
Κι είναι ετούτη
η ηθική της ωδής μου:
δυο φορές ειν’ ομορφιά
η ομορφάδα
και τ’ όμορφο είναι δυο φορές
ωραίο
σαν έχεις να κάνεις με δυο τσουράπια
ολόμαλλα
μες στο χειμώνα.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου