Ωδή στον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Αν μπορούσα να κλάψω από φόβο σ’ ένα μοναχικό σπίτι,
αν μπορούσα να βγάλω τα ίδια μου τα μάτια να τα φάω,
θα το ’κανα για τη φωνή σου θλιμμένης πορτοκαλιάς
και για την ποίησή σου που βγαίνει με κραυγές.

Γιατί για σένα βάφουν γαλάζια τα νοσοκομεία
και πληθαίνουν τα σχολειά και οι συνοικίες των λιμανιών,
και ντύνονται με φτερά οι λαβωμένοι άγγελοι,
και τα ψάρια του υμέναιου σκεπάζονται με λέπια,
και φτερουγίζουν στον ουρανό οι αχινιοί:
για σένα τα ραφτάδικα με τις μαύρες μεμβράνες τους
πλημμυρίζουν με κουτάλια κ’ αίμα
και φοράνε κομμένες κορδέλες, και σκοτώνονται στα φιλιά,
και ντύνονται στ’ άσπρα.

Όταν πετάς ντυμένος με χρώμα ροδακινιάς,
όταν γελάς με γέλιο θυελλοδαρμένου ρυζιού,
όταν για να τραγουδήσεις τρέμουν οι αρτηρίες και τα δόντια,
τα δάχτυλα και το λαρύγγι σου,
θα πέθαινα για τη γλυκύτητά σου,
θα πέθαινε για τις κόκκινες λίμνες
εκεί που ζεις στη μέση του φθινόπωρου
μ’ ένα άτι ευγενικό πεσμένο κ’ ένα ματωμένο θεό,
θα πέθαινα για τα νεκροταφεία
που περνάνε σαν γκρίζα ποτάμια
με νερό και τάφους,
τη νύχτα, ανάμεσα σε βουλιαγμένες καμπάνες.
«
βαθιά ποτάμια σαν ντορμιτόρια
άρρωστων στρατιωτών, που ξαφνικά τραβούν
προς το θάνατο σε ποτάμια με αριθμούς από μάρμαρο
και σάπια στεφάνια και λάδια νεκρικά,
θα πέθαινα για να σε δω τη νύχτα
να βλέπεις να περνάνε ναυαγισμένοι σταυροί,
ορθός και κλαίγοντας,
γιατί θρηνείς μπροστά στο ποτάμι του θανάτου
ακράτητα, σπαραχτικά,
κλαις κλαίγοντας με μάτια γεμάτα
δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα.

Σε τι φελάν οι στίχοι αν όχι για κείνη τη νύχτα
που ένα πικρό μαχαίρι μας ψαύει, για κείνη τη μέρα,
για κείνο το λυκόφως, για κείνη τη γκρεμισμένη γωνιά,
όπου η χτυπημένη καρδιά του ανθρώπου πέφτει να πεθάνει;

Πάνω απ’ όλα τη νύχτα,
τη νύχτα έχει πολλά αστέρια,
όλα μέσα σ’ ένα ποτάμι
σαν μια κορδέλα πλάι στα παράθυρα
των σπιτιών που είναι γεμάτα από φτωχούς.

Φεδερίκο, κοίταξε τον κόσμο, τους δρόμους.
το ξίδι,
τους αποχαιρετισμούς στους σταθμούς
όταν ο καπνός υψώνεται καρουλιαστός
προς τα κει που δεν υπάρχει τίποτα άλλο, παρά
χωρισμοί, πέτρες, σιδερένιες γραμμές.

Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που κάνουν ερωτήσεις
σ’ όλα τα μέρη.
Υπάρχει ο ματωμένος τυφλός, ο οργισμένος,
ο τσακισμένος,
ο δυστυχισμένος, το δέντρο της μαύρης αράχνης,
ο ληστής με το μίσος στους ώμους.
Έτσι είναι η ζωή Φεδερίκο, δέξου
από μένα ό,τι μπορεί να σου δώσει η φιλία
ενός ρωμαλέου και μελαγχολικού άντρα.
Ξέρεις, πολλά πράγματα κι από μόνος,
κι αργά με τον καιρό θα μάθεις κι άλλα.

Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!