Η παλιά μέρα
Η παλιά μέρα που σκοπό δεν έχει, να τη ζήσουνε ζητάει
και να την κλάψουνε, και με τη βροχή και με τον άνεμο θρηνάει.
Γιατί δεν πάει να κοιμηθεί στο πανδοχείο των νυχτών για πάντα
η παλιά μέρα που τις ώρες απειλεί με το ραβδί της σα ζητιάνα;
Α! ναι, αν υπάρχει κάποια γλύκα εδώ στη γη, μονάχα στα παλιά νεκροταφεία,
τα σοβαρά και ταγαθά, θα βρίσκεται ίσως – όπου
η αδυναμία δε λέει πια ναι κι όχι η αλαζονεία,
όπου η ελπίδα πια δεν τυραννάει τους κουρασμένους τους ανθρώπους.
Α! ναι, κει πέρα, κάτω απ’ τους σταυρούς, στη θάλασσα την αδιάφορη πλάϊ
που μόνο αλλοτινούς καιρούς στοχάζεται, το πλήθος των ερευνητών
θα βρει επί τέλους την ψυχή του με λαχτάρα να χαμογελάει
και τις παρηγοριές σίγουρες καλύτερων νυχτών.
Χύσε τ’αλκοόλ αυτό μες στη φωτιά, κλείσε καλά τις πόρτες,
ριγούνε μέσα στην καρδιά μου εγκαταλελειμένοι.
Αληθινά ολ’ η μουσική είναι πεθαμένη.
Και τόσο αργές οι ώρες!
Όχι, δε θέλω να κοιτώ σ’ εσένα πια τη φίλη:
Κάτι γλυκό, γλυκύτατο θα σ’ ήθελα να ήσουν,
καπνός στη στέγη μιας καλύβας, μες στο δείλι:
Έχεις την όψη της καλής ημέρας της ζωής σου.
Ακούμπα το γλυκό χινοπωριάτικο κεφάλι σου στα γόνατά μου απάνου,
πες μου πως μες στη θάλασσα βρίσκεται ένα καράβι, μόνο, μόνο του εντελώς.
Να μην ξεχάσεις να μου πεις ότι τα φώτα του κρυώνουνε και πως
τα πάνινά του ρούχα το χειμώνα να γελάσει τον κάνουν.
Και για τους φίλους μου που από καιρό πεθάναν μίλησέ μου τώρα.
Κοιμήθηκαν σε τάφους που ποτέ δε θα τους δούμε – πέρα,
μακρυά, στου χρόνου και της σιωπής τη χώρα.
Πώς θα τους αγαπούσαμε, αν ήταν να ξανάρθουνε μια μέρα!
Στο καπηλειό της ακροποταμιάς ορφανοί γέροι πάνε
που τους τρομάζει της ψυχής τους η σιωπή και τραγουδάνε.
Στης κατοικίας των ωρών, ορθός, την πόρτα τη χρυσή,
Σταυρώνει ο ίσκιος το ψωμί και το κρασί.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος