Καφέ Κοντέρτο
Οι νότες της κορνέτας διαγράφουν τροχιές ρουκέτας, σπαρταράνε
στον ουρανό, σβήνουν προτού πέσουν στη γη.
Βγαίνουν κάτι μάτια βουρκωμένα, μ’άσχημη μυρουδιά, κάτι
δόντια σαπισμένα απ’ τη γλύκα των ρομαντζών, κάτι πόδια που
κάνουν το σκηνικό να καπνίζει.
Το βλέμμα του κοινού έχει πιο πολλή πυκνότητα και πιο πολλές
θερμίδες από κάθε άλλο, ειν’ ένα βλέμμα διαβρωτικό που τρυπάει
τους ιστούς κι αποστεγνώνει των καλλιτέχνιδων το δέρμα.
Υπάρχει μια παρέα ναυτικών θαμπωμένων απ’ το φάρο που ένας
«maquereau» φοράει στο μικρό του δάχτυλο, μια μάζωξη από
πόρνες μες στ’αγιάζι του λιμανιού, ένας Εγγλέζος που σκαρώνει
ομίχλες με τις κόρες των ματιών του και το τσιμπούκι του.
Η γκαρσόνα μου φέρνει σ’ ένα δίσκο τα μισόγυμνα στήθη της…
κάτι στήθη που θα τα’παιρνα μαζί μου για να ζεσταίνω τα πόδια
όταν πλαγιάζω.
Η κουρτίνα, όταν κλείνει, μοιάζει με κουρτίνα μισάνοιχτη.
Απ’ τα Σκιάχτρα
18
Να κλαις με δάκρυ ζωντανό. Να κλαις με το τουλούμι. Να κλαις
τη χώνεψη. Να κλαις τον ύπνο. Να κλαις μπρος απ’ τις πόρτες και τα
πόρτα. Από ευγένεια να κλαις και κιτρινίλα.
Ν’ανοίγεις τις κάνουλες, τους νεροφράχτες του θρήνου. Να μουσκεύουμε
την ψυχή, το φανελάκι. Να πλημμυρίζουμε τα μονοπάτια
και τους πεζόδρομους και κολυμπώντας
να σωζόμαστε απ’ το κλάμα μας.
Να παρακολουθούμε τα μαθήματα ανθρωπολογίας κλαίγοντας.
Να γιορτάζουμε τα οικογενειακά γεννέθλια κλαίγοντας.
Να διασχίζουμε την Αφρική κλαίγοντας.
Να κλαις σαν ένα κακούι ή έναν κροκόδειλο… αν είναι αλήθεια
πως τα κακούι κι οι κροκόδειλοι δεν παύουν ποτέ απ’ το να κλαιν.
Να κλαις τα πάντα, μα να τα κλαις καλά. Να τα κλαις με τη μύτη,
με τα γόνατα. Να τα κλαις απ’ τον αφαλό, απ’ το στόμα.
Να κλαις απ’ αγάπη, απ’ αηδία, από χαρά. Να κλαις από φράκο,
φούσκωση, αχαμνάδα. Να κλαις όλη την αυπνία κι όλη τη μέρα.
Κάμπε μας
(Αποσπάσματα)
Ψηλά σ’εκείνες τις κοπιαστικές κορφές
θε να’βρουμε πλαγιές και βράχους, όπου
κοίτονται μέταλλα, απολιθωμένα φύκια,
ψάρια κρυσταλλωμένα:
μα ποτέ την αιώνια σιγουριά
του ότι πριν ταπεινωθούμε για πάντα
τη μοίρα του ασκητή διάλεξες, κάμπε,
αρνούμενος τον εαυτό σου.
Πιστή υπήρξες μνήμη, ζωντανή παρουσία
της πιο μακρινής μου προϊστορίας.
Των βάλτων σου αναδεύοντας τα ουράνια
ξυστά πέρασα από άστρα και βατράχια.
Πάντα γυρνάμε, κάμπε, από τα βράδια σου
μ’ένα άστρο που καπνίζει…
ανάμεσα στα χείλη.
Έμπα, αναπαύσου, βγαλ’ τη σέλα, κάμπε.
Πάψε αιώνια απεραντοσύνη να’σαι.
Κάμπε, μη στέρξεις να μη μείνει τίποτα
απ’ της φυγής τη δίψα και του ορίζοντα.
Η μοναξιά σου, η μοναξιά σου … κι η δικιά μου!
Νύχτα-μέρα μια ρουφηξιά μετά την άλλη,
σαν να’ταν, κάμπε, ολόπικρο βοτάνι.
Φορές μονάξια, άλλες σιωπή και νέκρα,
μα πάντα ο κάμπος, όλων μας πατέρας.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου