Ύμνος ανάμεσα σε ερείπια
Αυτοστεφανωμένη η μέρα απλώνει τις φτερούγες της
κίτρινη αψηλή κραυγή,
πίδακας ζεστός στο κέντρο ενός ουρανού
αμερόληπτου και καλοσυνάτου!
Τα ορατά ειν’ ωραία σ’ αυτή τους την αλήθεια της στιγμής.
Η θάλασσα σκαλώνει στο γιαλό,
αράχνη εκτυφλωτική, εμπιστεύεται τους βράχους,
η πελιδνή λαβωματιά του δάσους ακτινοβολεί,
μια χούφτα γίδες ειν’ ένα κοπάδι πέτρες•
γεννάει ο ήλιος το χρυσό του αυγό και χύνεται στη θάλασσα.
Όλα είναι Θεός
Άγαλμα σπασμένο,
κολόνες φαγωμένες απ’ το φως,
ερείπια ζωντανά σ’ έναν κόσμο από ζωντανούς νεκρούς.
Πέφτει η νυχτιά πάνω στο Τεοτιουακάν.
Στης πυραμίδας την κορφή τα παλικάρια φουμάρουν μαριχουάνα,
βραχνές ηχούν κιθάρες.
Ποιο χόρτο, ποιο νερό ζωής πρέπει να μας χαρίσει τη ζωή,
πού να ξεθάψουν τη λέξη,
τη σχέση που κυβερνάει τον ύμνο και το λόγο
το χορό, την πόλη και τη ζυγαριά;
Το μεξικάνικο τραγούδι σκάει σ’ ένα γαμώ το
άστρο χρωμάτων που σβήνει,
πέτρα που μας κλείνει της επαφής την πόρτα.
Ξέρει η γη μια γη γερασμένη.
Τα μάτια βλέπουνε, τα χέρια αγγίζουν.
Αρκούν εδώ δυο-τρία πράγματα:
φραγκόσυκο, αγκαθωτός πλανήτης,
σύκα κουκουλωμένα,
σταφύλια με αναστάσιμη γεύση
μύδια, τραχιές παρθενιές,
ηλιόψωμο, κρασί, τυρί, αλάτι.
Απ’ την κορφή της μαυρίλας της με θεωρεί μια νησιώτικη
σβέλτα μητρόπολη ντυμένη με φως.
Πύργοι αλατένιοι, ενάντια στα πράσινα πεύκα του γιαλού
προβαίνουν τ’άσπρα πανιά των καϊκιών.
Το φως σκαρώνει τέμπλα μες στη θάλασσα.
Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Μόσχα,
Σκεπάζ’ η σκιά το ίσιωμα με τον κισσό της φάντασμα,
με την αβέβαιη πρασινάδα της που ανατριχιάζει,
τ’αραιό της τρίχωμα, την αγέλη των ποντικιών της.
Πότε-πότε ένας ήλιος αναιμικός ριγάει.
Σε βουνά ακουμπισμένος που ήταν χτες πολιτείες, ο Πολύφημος•
χασμουριέται.
Κάτω μεσ’ απ’ τους λάκκους, σέρνεται ένα κοπάδι ανθρώπων.
(Δίποδα ημερωμένα, το κρέας τους
– παρά τις πρόσφατες θρησκευτικές απαγορεύσεις –
αρέσει πολύ στις πλούσιες τάξεις.
Ως λίγο πριν η πλέμπα τους θαρρούσε ακάθαρτα ζώα.
Να θωρείς, ν’αγγίζεις ωραίες μορφές καθημερινές.
Βουίζει το φως καμάκια και φτερούγες.
Αίμα μυρίζει ο λεκές του κρασιού στο τραπεζομάντιλο.
Σαν το κοράλλι τα κλαδιά του στο νερό,
απλώνω τις αισθήσεις μου στην ολοζώντανη ώρα:
η στιγμή επαληθεύεται σε μια κίτρινη αρμονία,
ω μεσημβρία, στάχυ γεμάτο δευτερόλεπτα,
ποτήρι αιωνιότητας!
Οι στοχασμοί μου διακλαδίζονται, σέρνονται, μπερδεύονται,
ξαναρχίζουν,
και τέλος σταματάνε, ποτάμια που δεν ξεμπουκάρουν,
δέλτα αιμάτινο κάτω από ’ναν ήλιο χωρίς λυκόφως.
Κι όλα πρέπει να μείνουν ασάλευτα σ’ αυτόν τον παφλασμό των
νεκρών νερών;
Μέρα, μέρα ολοστρόγγυλη,
φωτεινό πορτοκάλι με εικοστέσσερις ώρες,
τρύπιες όλες απ’την ίδια κίτρινη γλύκα.
Η ευφυΐα ενσαρκώνεται στο τέλος,
συμφιλιώνονται τα δυο εχθρικά μισά
κι η συνείδηση – καθρέφτης ρευστοποιείται,
ξαναγίνεται βρύση, πηγή μύθων:
Άνθρωπος, δέντρο εικόνων,
λέξεις που ’ναι λουλούδια, που ’ναι φρούτα, που ’ναι πράξεις.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου