Σε φίλησα

Σε φίλησα το χάραμα
και ράγισε η αυγή
σε φίλησα τ’ απόβραδο
κι έσπασε το φεγγάρι.

Κάθομαι και μαζεύω τα κομμάτια
για τα δύο γλυκά σου μάτια.

Γλυκόπικρη η αγάπη μας
με κάνει να δακρύζω
Τη μια ζάχαρη κι αλάτι
τίποτα δεν ορίζω.

Σε φίλησα το χάραμα
και ράγισε η αυγή
Σε φίλησα τ’ απόβραδο
κι έσπασε το φεγγάρι.

 

Ο Τυφλός

Ο τυφλός χαμογέλασε.
Η αφή ήταν η πιο αγαπημένη του αίσθηση.
Στηρίχτηκε στο μπαστούνι του.
Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά απ’ τα κεφάλια των άλλων.
Διασταύρωσε το δρόμο σαν άλογο που περπατά στη θάλασσα.
Άκουγε αδιάφορος πλην όμως ευκρινώς
και τον ελαχιστότερο θόρυβο. Κάθε φωνή ανθρώπου.
«Να δεις που θα την δείρει».
«Να δεις που δεν θα γυρίσει σπίτι του απόψε»
Το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί.
Ο σκύλος του έγλειψε τα δάχτυλα.
Στ’ όνειρό του είδε μια σελήνη σαν τουρλωτό βυζί,
τρία κυπαρίσσια να του γνέφουν και μια
μεγάλη λεωφόρο από κοκκινόχρωμα που
σήκωνε σκόνη και του έτσουζε τα μάτια…

 

Είναι το σώμα σου

Είναι το σώμα σου και δεν έχει μήνα
και δεν έχει χρόνο
Είναι τ’ όνομά σου βαθύ σα μάτι πηγαδιού
είναι τα μάτια σου και δεν έχουν μήνα
και δεν έχουν χρόνο
Είναι το χάσμα του προσώπου σου κι ο θάνατος
που απλώνει σα σφεντόνα
είσαι συ κι είμαι γω
δυο νησιά που σμίγουν και χωρίζουνε
είναι ο βρασμός μιας θάλασσας που γεννάει τα φύκια
είναι οι πεταλίδες που κολλούν σαν βεντούζες στα μάτια σου
είναι τα μάτια σου και δεν έχουν χρώμα
είναι το χάσμα…
Α! Μια ιστορία κοινή
μια δύσκολη ιστορία
μια ιστορία τραγική
που τη διαβάζεις στα βιβλία
από το μήνα αυτό στον άλλο χρόνο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!