Ορυκτός ουρανός
Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος. Με τρομάζει.
Τι ωραίο θα ’τανε
με μια ένεση
να κυκλοφορούσε στο αίμα μου
η επόμενη χιλιετία!
Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα.
Κάθε σκαλί της
όταν τ’ ανεβείς
χαλιέται
πέφτει.
Στο τελευταίο το σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει.
Γεννιόμαστε και πρέπει να κουβαλήσουμε
βαρύ κιβώτιο
τις ασπάραχτες εικόνες των πραγμάτων.
Η Άνοιξη –μάλιστα!– είναι λύση.
Χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε.
Σωριάζεται ο πάταγος κι απομακρύνετ’ η βροντή
αργά σαν τίγρη κουρασμένη.
Τα νεύρα ερωτικά θριαμβεύουν.
Το δέντρο γίνεται σαφέστατο.
Σε χαμηλά κελάρια – τα ύψη μας
τα πιθάρια του μέλλοντος.
Ολοένα εξέχουμε στο χρόνο.
Ερειπωμένα κόκαλα π’ αντέχετε στο χάρο!
Μοναχική ώρα
Πλησίασε εδώ στη φωτεινή γωνιά του ονείρου
και συλλογίσου πόσον αγαπάς.
Στην άκρη του γκρεμού σε πρόλαβε ο έρωτας,
με μαύρη ομορφιά, κόκκινο πάθος.
Νύχτα και μέρα τήκεσαι,
οι λέξεις τίποτα δεν εκφράζουν
ώστε μην παιδεύεις το ουράνιο αίσθημα•
μονάχα θαύμασε και συ
το τριανταφυλλί του κάλλος.
Ίσως είν’ ο παράδεισος μελαχροινό τοπίο.
Κυριακή
Πάλι μια Κυριακή στενάζει μεσ’ στο κρύο
είναι του στήθους η μεγάλη παγωνιά
η φεγγερή μου ανάσα
όπως ο γαλανός καρπός βοά σ’ εν’ άδειο καλοκαίρι.
Πάλι μια Κυριακή με φέρνει ως το θάνατο
γυρίζω δύσκολα τη μνήμη
κι αν ποθώ τ’ αστέρια δεν έχω τη χαρά
του σκοτεινού βαθειάν ελπίδα τώρα.
Γι’ αυτό στενάζει μεσ’ στην Κυριακή
μονάχη της η δύναμή μου.