To Γεράκι

Ένα γέλιο γυναικείο ακούγεται μακρυά. Μια κυρία γελάει κάπου, μακρυά μας, κι ο άνεμος φέρνει τον ήχο του γέλιου της μέχρις εδώ. Μέχρις εδώ, σ’ αυτό το έρμο περιγιάλι, κάτω απ’ το μολυβή ουρανό, κοντά στ’αφρισμένα κύματα, όπου στη στάση «τρεις φιλόσοφοι στ’ ακροθαλάσσι», ζούμε μέσα σε μια καταθλιπτική μοναξιά. Στα γυμνά πόδια μας φυτρώνουν, λίγο-λίγο, φτερά. Ίσως εμείς νάμαστε αυτός ο θεός Ερμής τον καιρό της νειότης του. Αυτή η φοβερή μοναξιά μας! Αυτή η τραγική μοναξιά σας! Γιατί, δεν χωρεί καμμιάν αμφιβολία, είμαστε μόνοι, μόνοι, πάντα μόνοι, αιώνια, βασανιστικά, μόνοι. Όλοι. Όλοι. Εμείς, εσείς, όλοι. Όμως εγώ είμαι ο μόνος, πάλι, που δεν τη δέχεται την αισχρή τούτη καταδίκη, και διαμαρτύρουμαι, και χτυπιέμαι, και το φωνάζω. Μόνον εγώ. Και μια λεπτομέρεια: η κυρία δεν γελούσε. Έκλαιγε. Μας είχε γελάσει ο άνεμος. Ο άνεμος παρεμόρφωσε τον ήχο. Στο μολυβή ουρανό πετούν πουλιά. Μια βάρκα παλεύει πάνω στ’ αφρισμένα κύματα. Είναι μακρυά, αλλ’ ολονέν πλησιάζει.

Ικεσία

Η νύχτα διαδέχεται την ημέρα. Και ως η μέρα είναι η περιοχή των δέντρων και των λουλουδιών, έτσι κι’ η νύχτα είναι η περιοχή των φαντασμάτων και των κρουνών. Τοποθετείς τη σκάλα στον τοίχο, και με πολλή πολλή προσοχή περνάς «από την άλλη μεριά». Αντιλαμβάνεσαι ψιθύρους, σαν θρόϊσμα νεκρών φύλλων, και το κελάρυσμα των νερών, τον σχεδόν ανεπαίσθητο θόρυβο που κάμνει η ρόδα του μύλου. Ένας τροχός, ένα αλέτρι, αστέρια, κι’ αρχίζουν τα θαύματα και τα μάγια της νύχτας. Με τα χείλια κολλημένα στ’ άσπρα της πόδια, στοχάσου καλά, λέγε μέσα σου πως δε θα πάψης ποτέ να ελπίζης, πως δε θα πάψης ποτέ να πιστεύης, πως δε θα πάψης ποτέ να ικετεύης, που δε θα πάψης ποτέ να επιστρατεύης όλη την αγάπη, που έχεις μέσα σου κρυμμένη, ενάντια στις δυνάμεις του κακού.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!