Κοιτάζοντας ένα ερωτευμένο συντριβάνι
Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα.
Θ’ αγκαλιάσω με τα χέρια την πόλη
και θα πνιγώ στη δίνη των χρωματιστών νερών
Θάναι μια νάρκωση ή ο θάνατος,
δεν ξέρω να πω.
Μέσα στα δάκρυα δε θα καταλάβω πια
γιατί το θέλησα ούτε πού αστόχησα
Οι αποσκευές μου θα παρασύρουν
το σώμα μέχρι τη θάλασσα,
ως τους υφάλους, έξω απ’ τον παλιό σταθμό.
Άμμος και ξερολίθια
Σφυρίγματα των τραίνων κι ο κάμπος ολόγυρα
και δε θα μπορέσω να καταλάβω
γιατί ήσουν και καταδότης και συνεργός
Μες στη νεροσυρμή δε θα σε ξαναδώ ποτέ.
Μια νύχτα θ’αγαπηθούμε για πάντα.
Καθώς θάλασσα και ουρανός.
Η ποίηση δε μας αλλάζει
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.
Τετράδια μουσικής
Τα ρούχα μας είναι γαλάζια
γαλάζια τα δέντρα κι ο άνεμος
μες στα μαλλιά σου, γαλάζιοι κι εμείς
Περπατούμε ανάλαφροι κάτω απ’ τα δέντρα
τα φύλλα τραυλίζουν στα πόδια μας
όλα σχεδιάστηκαν καθώς λαχτάρησες
μες στο προαύλιο, μέσα στο ποίημα
της φυλακής.
Οι ξεχασμένοι ποιητές
Οι ξεχασμένοι ποιητές δεν έφυγαν, φυλλορροούν
σε όλες τις συνοικίες της πρωτεύουσας
στους κήπους της Δεξαμενής και στο Βοτανικό
και στους συνοικισμούς του Πειραιά μέχρι τα κρηπιδώματα
του λιμανιού, και στα παλιά διώροφα αργοσβήνουν
Οι ποιητές της σκοτεινής παράδοσης ενέδωσαν-εις πείσμα των καιρών
καταρρακώνουν τα καινούργια σχήματα
και ταξιδεύουν προς την αντίθετη φορά
προς τους κατάφωτους συνοριακούς σταθμούς
στα ακραία φυλάκια.
Υστεροφημία
Είπες κάποτε αυτά τα ποιήματα θ’ αγαπηθούν πολύ
θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι.
Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη
θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις.
Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν
ή θα ταφούν σε ανήλια σπουδαστήρια – κι είπες πάλι
ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει.