[Στίχοι από την φυλακή]

Ο αγώνας είναι άσπλαχνα σκληρός.
Ο αγώνας, όπως λένε, είναι επικός.
Έπεσα εγώ. Άλλος στη θέση μου θα ‘ρθει
και τίποτα παραπέρα.
Τι σημασία να ’χει μια προσωπικότης εδώ πέρα!
Φωτιά! Κι ύστερα τα σκουλήκια.
Και τούτο είναι τόσο απλό και λογικό.
Αλλά σε κάθε μπόρα θα ’μαστε, λαέ.
μαζί σου, γιατί σε αγαπήσαμε πολύ.

Θα ’ρχομαι πού και πού στον ύπνο σου
απρόσμενος και μακρινός επισκέπτης.
Έξω, στο δρόμο, μη μ’ αφήσεις μοναχό:
την πόρτα του σπιτιού μη την κλειδώνεις.
Θα μπαίνω αθόρυβα. Θα κάθομαι σιγά-σιγά,
τα μάτια μου θα μπήγω στο σκοτάδι να σε δω.
Κι αφού τη δίψα μου να σε θωρώ θα σβήνω
θα σε φιλώ κι αθέατος θα σ’ αποχαιρετώ.

Θωρείς
τα φουσκωμένα τα πανιά στον ουρανό
το κάτασπρο φεγγάρι
και σκέφτεσαι:
Να! τι θα πει ζωή
ζωή γεμάτη π ο ί η σ η,
ο διάολος να πάρει!
Ψηλά
τ’ αστέρια λάμπουν.
Σεντέφια σκορπά το στερέωμα.
Κι απ’ τη στεριά
το δροσερό της θάλασσας τ’ αγέρι
σγουραίνει τα μαλλιά.

 

[Τελευταίοι στίχοι – Πριν την εκτέλεση]

Ναι, αλλά το ότι
με δόντια λύκου
ο κρύος άνεμος δαγκώνει,
βαριά σα βόλια οι παγωμένες στάλες
σε μπατσίζουν;

Μουσκίδι απ’ τη βροχή
στο σπίτι του ο ψαράς γυρίζει.
Η βάρκα του χάσκει στο κενό.
Μέσα στ’ αμπάρι του το μεγάλο
δύο ψάρια
χύνουν ασήμι στο σκοτάδι
το πυκνό.

Και ο Χριστός να κατεβεί ακόμα
με δυο ψάρια μόνα,
τί να σου κάνει κι αυτός;
Από τα βάσανα καίνε τα μάτια
του ψαρά.
Μέσα στα στήθια του
βράζ’ η οργή.

Μετάφραση: Γιάννης Μότσιoς

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!