Το παράπονο του σκοτωμένου
Kαι μια νύχτα είδα στον ύπνο μου πως ήρθανε τάχατε,
με πήρανε και με πήγανε να με τουφεκίσουν…
(Η τραγωδία της Αντιγόνης)
Με σκότωσαν για ένα τριαντάφυλλο.
Για ένα χαμόγελο με σκότωσαν.
Είδανε μιαν αυγή
τη θλίψη ενός περιστεριού
να κάθεται πάνω στη στέγη μου.
Είδανε την αγάπη μέσα μου,
δε μπόρεσα να την κρύψω.
Την άσπρη αυτή προκήρυξη
την είχε γράψει ο Θεός
όρθιος πάνω στην κούνια μου.
Μ’ είχε ορκίσει το στάρι
και το ψωμί.
Μου βρήκαν
κρυμμένη μες στον κόρφο μου
μια ελπίδα και γι’ αυτό
με σκότωσαν.
Γι’ αυτό,
δεν είχε η πούλια βασιλέψει,
ρόδιζε μόλις, όταν
μ’ έστησαν όρθιον
ψήλωσα
ψήλωσα
ψήλωσα
σαν μια κολώνα φάνταξα
με λεονταρίσια χαίτη
μπροστά στα είκοσι στόματα
των ντουφεκιών.
Με σκότωσαν
για μια «καλημέρα».
Μέσα στη μνήμη μου αμυδρά
Γυρίζει ακόμη ο ήλιος.
Γυρνώντας μέσα στις σκιές
μόλις θυμάμαι πως
άνοιγα το παράθυρο
κι’ έβλεπα όλο τον κόσμο.
Γλυκά μου μίλαγε κι’ εγώ
γλυκά του αποκρινόμουν
με μια καρδιά γεμάτη αγάπη
και όνειρα.
Μα πέστε μου,
αφού με δίχως ν’ αγαπώ
δε μπορούσα να ζήσω
τι έπρεπε να κάμω;