Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Κωδωνοκρούστης
Πάνω απ’ τον πλανήτη ηχεί και
θα ηχεί της καμπάνας η φωνή
από τους κάποτε καιρούς,
έως τους κάποτε καιρούς.
Και το ηλιοβασίλεμα το ματωμένο
κρέμεται πάνω απ’ το ποτάμι,
και θα ’πεφτε απ’ το καμπαναριό
πάνω στο μαύρο χώμα.
Δεν έχω δύναμη κι εγώ
το μέγα να χτυπήσω σήμαντρο.
Πεθαμένη η πόλη μου,
την κάψανε απ’ άκρη σ’ άκρη,
και μόνο των γυναικών οι οιμωγές
κολυμπούν στο ποτάμι,
το ξεχασμένο άτι
πίνει νερό.
Μα ο κωδωνοκρούστης
χτυπά την καμπάνα
εκατοντάδες τώρα χρόνια,-
συνοδοιπόρος των συμφορών,
του σήμαντρου η φωνή
[Πώς θέλω]
Πώς θέλω
με κουβέρτα να σκεπαστώ!
Κι απ’ την αρχή
τη μέρα να ξανασκεφτώ
που τόσο γρήγορα
διάβηκε
μ’ ανθρώπους γεμάτη
και με χαρτιά πολλά,
και με το θόρυβο της πόλης.
Το χρόνο νιώθω μόνο
στης νύχτας μόνο τη θωριά.
Τότε ακούω
τους δυνατούς τους ήχους
του ρολογιού.
Τα δευτερόλεπτα
στοιβάζονται σε λεπτά,
και το σκοτάδι ανοίγει διάπλατα
τα παραθυρόφυλλα.
Ακούω το χρόνο!
Να τος, βαδίζει
στην Κόκκινη πλατεία
και στρίβει αριστερά.
Κι αυτοστιγμεί γεμίζει
το πάτωμα της γης.
Ακούω κλάμα μωρού.
Γεννήθηκε για να ’ναι
ευτυχισμένο;
Δεν ξέρω. Όχι, δεν ξέρω.
Μπορεί και να πονάει.
Αυτό μονάχα το πρωί
θα μου το πει.
Κι εγώ θέλω νύχτα
τον κόσμο να δω.
Τέτοια γαλάζια,
με τέτοια έλλειψη βαρύτητας
και τόσο γήινη.
Αιώνιος και φύλακας
δικός σου θα είμαι.
Μετάφραση: Γιάννης Μότσιος