Το Φλεγόμενο Δένδρο
Μέσ’απ’ του βραδιού την κόκκινη και όλο ατμούς ομίχλη
τις όρθιες είδαμε κατακόκκινες φλόγες
να ’ν’ μες στον καπνό φλομωμένες
και τον μαύρο συνέχεια να βαράνε ουρανό.
Σ’ ένα χωράφι, και εντός κλίματος γαλήνης πνιγηράς,
ετριζοκροτάλιζε αδιάλειπτ’-ακούραστα ένα δέντρο
που εκαιγότανε.
Προς τα πάνω τανύζονταν μαύρα
τ’ άκαμπτα απ’ τον τρόμο κλαριά του,
και με την κόκκινη βροχή που φτύναν οι σπίθες
ήταν σαν να χορεύονταν εκεί
χοροί άγριοι, ανήμεροι και δίχως διόλου βήματα.
Στο σώμα μέσα της ομίχλης
μονίμως της φωτιάς κοπανιότανε η πλημμύρα.
Φρικιάζοντα ορχούνταν και ανάκατα τα ξεραμένα φύλλα
αλαλάζοντας, ελεύθερα, λες σαν να χλευάζανε
τον γέρικο κορμό που ’χε κιόλας καρβουνιάσει.
Κι όμως γαλήνιο και μεγάλο
φωτισμένο μες στη νύχτα
– σαν αρχαίος γίγαντας
ξεθεωμένος, έως θανάτου κατάκοπος–,
κι εν τούτοις βασιλικό μες στα δεινά που τράβαγε
στεκόταν εκεί το φλεγόμενο δέντρο.
Και ξαφνικά σαλέψανε τ’ άκαμπτα μαύρα του κλαριά
κατά ψηλά τινάξανε την πορφυρή τους φλόγα –
κατάψηλα στον μαύρον ουρανό για μια στιγμή μονάχα•
κι έπειτα τσακίζεται ο κορμός στα δυό
και πέφτει, καταρρέει,
ενώ τριγύρω του χοροπηδούσαν σπίθες.
Ο απόγονος
Το ομολογώ: Ελπίδα εγώ
καμία δεν έχω.
Οι τυφλοί μιλάνε για διέξοδο. Εγώ
βλέπω.
Όταν τις πλάνες όλες ξοδέψουμε,
τελευταίο στην παρέα μας μέλος
μένει απέναντί μας το Τίποτα.
Όσο πιο πρωί φωνάζει τον φτωχό
Ο επιούσιος
Όσο πιο πρωί φωνάζει τον φτωχό ο επιούσιος,
τόσο πιο πολύ βουλιάζει μες στα πλούτη του ο πλούσιος.
Τα ’ξερα όλα, ναι, μα έμαθα και τούτο το
κουφό κουφέτο:
όποιος ιδρώνει εργαζόμενος, μηδέ εσθιέτω.
Διαβάζοντας Οράτιο
Κι ο κατακλυσμός που λες
δεν κράτησε αιώνια.
Κάποια στιγμή
τα μαύρα εφύραναν νερά.
Αλήθεια, όμως,
πόσο λίγοι ήσαν εκείνοι
που κράτησαν περισσότερο!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής