Για τον φτωχό Μπ.Μπ.
1
Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είμ’ απ’ το Μέλανα Δρυμό.
Μ’ έφερε η μητέρα μου στην πολιτεία, σαν ήμουν
Μες στην κοιλιά της. Των δασών την παγωνιά γι’ αυτό
Θα νιώθω εντός μου μέχρι να πεθάνω.
2
Καθώς στο σπίτι μου αισθάνομαι στις πόλεις της ασφάλτου
Προετοιμασμένος για το θάνατο από τη γέννησή μου.
Εφημερίδες ύστερα. Καπνός. Ρακί, ποτήρια.
Αηδιασμένος, βαριεστημένος κι ωστόσο ευχαριστημένος.
3
Είμαι αξιαγάπητος, για τον πολύ τον κόσμο
Βάζω το καπέλο μου σαν πρέπει να το βάλω.
Λέω: αυτά είναι ζώα με ειδική οσμή.
Μα λέω επίσης: δεν πειράζει κι εγώ απ’ αυτά είμ’ ένας.
4
Το πρωί πιάνω θέση στη σαιζ-λονγκ μου
Παρέα με καμιά γυναίκα
Στρυφνός τηνε κυττάζω και της λέω:
Μην περιμένεις τίποτ’ από μένα!
5
Το βράδυ συναντώ λίγους ανθρώπους
Και «τζέντλεμαν» κι αυτούς και με μας λένε.
Βάζουν τα πόδια τους απάνω στο τραπέζι μου
Και λένε: «Πολύ σύντομα θα είμαστε καλύτερα».
Μα εγώ, ποτέ δε τους ρωτάω: «Πότε;».
6
Το πρωί τα έλατα στη γκρίζα αυγή σταλάζουν
Και τα παράσιτά τους, τα πουλιά, αρχίζουν να φωνάζουν.
Τότε αφήνω το ποτήρι μου στην πόλη
Πετώ το αποτσίγαρό μου κι αποκοιμιέμαι όλος λύπη.
7
Ράτσα ελαφρή, εμείς, εζήσαμε σε σπίτια
Που τα νομίζαμε ακατάλυτα (έτσι τις λεωφόρους
Κατασκευάσαμε στη νήσο του Μανχάταν
Και πάνω απ’ τον Ατλαντικό εστήσαμε αντένες).
8
Από τις πολιτείες αυτές τι θ’ απομείνει;
Ο άνεμος! Και μεις στη γη δεν είμαστε παρά περαστικοί.
Μετά από μας τι θα συμβεί;
Τίποτα το σπουδαίο κι άξιο λόγου.
9
Στους αυριανούς κατακλυσμούς που θα’ρθουν
Το πούρο μου δε θα τ’αφήσω να σβηστεί από πείσμα.
Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έξω απ’ τα μαύρα δάση πεταμένος
Στις πόλεις της ασφάλτου – δεν πάει πολύς καιρός –
από την ίδια μου τη μάνα.
Απόδοση: Νίκος Παππάς