Η άλλη πλευρά
Το 1934, την όγδοη χρονιά του εμφυλίου πολέμου,
τα αεροπλάνα του Τσαν Κάι Σέκ πετάξανε
φειγ-βολάν στις περιοχές των Κομμουνιστών
που λέγαν πόσο έπιανε του Μάο Τσέ Τούνγκ
το κεφάλι.
Με περίσκεψη
ο επικηρυγμένος Μάο
γνωρίζοντας την έλλειψη χαρτιού
και έχοντας στο νου του τόσα και τόσα να πει
μάζεψε τα πεταμένα χαρτιά και
από την πίσω τους, την καθαρή, πλευρά
τύπωσε χρήσιμες σκέψεις
και στον λαό έπειτα τις διένειμε.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Η λογοτεχνία θα ερευνηθεί
Αυτοί που κάθονται σε χρυσές καρέκλες για να γράψουν
θα ρωτηθούν μια μέρα
ποιοι τάχα υφάνανε τα ρούχα που φοράν.
Όχι για τις Υψηλές τους Σκέψεις.
Κανείς δεν θα ερευνήσει τα βιβλία τους γι’ αυτές.
Αλλά μια φράση γραμμένη τυχαία
που να διαφωτίζει πάνω σ’ αυτούς που υφαίνουν ρούχα,
θα διαβαστεί μ’ ενδιαφέρον.
Γιατί μπορεί να πρόκειται
για κάποιο χαραχτηριστικό ενδόξων προγόνων.
Λογοτεχνίες ολάκαιρες
μ’ εκλεκτά λόγια γραμμένες
θ’ ανασκαφτούν για την έρευνα μιας μικρής ένδειξης:
πως τον καιρό της καταπίεσης (ας πούμε)
ζούσαν κ’ επαναστάτες.
Κάθε παράκληση στις υπεργήινες δυνάμεις
θάχει να πει πως όντα γήινα
καταπιέζαν άλλα όντα γήινα.
Η ηδονική μουσική των λέξεων θα μας μάθει
ότι πολλοί πεθαίναν απ’ την πείνα.
Όμως στα χρόνια που θα έρθουν θα επαινούμε
όσους καθόντανε στην κρύα γη να γράψουν
όσους καθόντανε με τους καταπιεσμένους
όσους καθόντανε με τους αγωνιστές
όσους μιλήσαν για την πείνα των αγνώστων
όσους μιλήσαν για τα κατορθώματα των αγωνιστών
με τέχνη και με τη γλώσσα την ευγενική,
τη μέχρι τώρα φυλαγμένη
μόνο για να δοξάζει βασιλιάδες.
Όσα έχουν γράψει για αδικίες, ό,τι έχουν γράψει,
θάχει ακόμα τότε τα σημάδια
από τα δάχτυλα των ταπεινών.
Γιατί σ’ αυτούς εδώσαν τα γραφτά τους
αυτοί είναι που τα μεταφέραν
(κάτω από φόρμες μουσκεμένες στον ιδρώτα ανάμεσα από πλήθος αστυνομικούς)
στους όμοιούς τους.
Ναι, θάρθει στ’ αλήθεια ένας καιρός
που αυτοί οι ήσυχοι, οι ευγενικοί γραφιάδες
αυτοί οι γεμάτοι θυμό, οι γεμάτοι ελπίδα,
αυτοί που κάθησαν στην κρύα γη να γράψουν
αυτοί που αγαπήθηκαν από μαχητές και καταπιεσμένους
θα επαινεθούν δημόσια.
Απόδοση: Πόπη Τρωϊανού-Αλκουλή