Αγάπη
Ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω,
κάλιο μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθεί.
Ποιος ξέρει, τώρα θάτανε γραφτό να σ’αγαπήσω,
και τόσο που καμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθεί.
Κι αν έφυγεν η νειότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
ως για πουλί που πέταξε μάλλα μαζί πουλιά,
περσότερο από μι’άνοιξη τον έρωτά μου ανάφτει
του χινοπώρου τάγγιγμα στα ωραία σου τα μαλλιά.
Κι ακόμη φτάνω ν’αγαπώ σ’εσέ μιαν άλλη εικόνα,
-τορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ,
τον ήρεμο κι ανέφελο και το γλυκό χειμώνα,
που στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.
Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
και τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
μήτε στις τρέλλες του Απριλιού κανένας θα τις εύρει
και μήτε στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές.
Σαν άλλοτε
Ψηλά κατάρτια και πανιά γεμάτα στον αέρα
Δεν τρίζουν μήτε τραγουδούν σαν άλλοτε στο μισεμό,
Που ξάρμενα ταξίδευαν μακριά απ’ τους κάβους, πέρα,
Και στα λιμάνια μπαίνανε μ’ ένα φαιδρό χαιρετισμό…
Ζωγραφιά
Στους ουρανούς τ’αχνόπεπλα πένθιμα απόψε οπούνε!
Μιαν άνοιξη όλο λούλουδα μέσ’ σε σπαρμένους τάφους,
Αφροδροσιές σε κύματα που ασπρολογούν και σβούνε,
Χαμένες τόσες ζωγραφιές μαζύ με τους ζωγράφους!
Δάκρυα και φιλιά
Τα δάκρυά μου ωϊμένα! Τα πουλιά,
Σε λήκυθο τα σφάλισα και νάτα•
Μα πού θα βρω τα σκόρπια τα φιλιά,
Μαζύ με τα χαμένα μου τα νειάτα;
Πόθος Κόρης
Το πήρε από το χέρι της μια μέρα
Και τόβαλε δειλά στο δάχτυλό της•
Για κύτταξε, μου πάει, καλή μητέρα;
Κι απάνω στο χιονάτο μάγουλό της
Ζωγράφισε τα κρύφια όνειρά της,
Ροδάτη η παρθενιά, σαν αιμοστάτης.
Μη βιάζεσαι, μικρούλα μου, από τώρα,
Και συ θα το φορέσης μιαν ημέρα,
Κι ας είνε ευλογημένη εκείν’ η ώρα.
Όμως στο λέω με πόνο, σα μητέρα,
Όσο λαμπρό σου φαίνεται, δεν είναι
Το δαχτυλίδι αυτό, χρυσέ μου κρίνε.
Τραγούδια
Τραγούδια αντικρυνά απ’ το σπίτι
Μου τρικυμίζουν την καρδιά…
Πώς γέρασα σαν τον ερμίτη
Με τα βιβλία και τα χαρτιά!