Ερωτηματικό

Σ’ άγνωστους ουρανούς οδεύουμε τυφλοί…
κάθε μας πράξη ανθρώπινη πώς ν’ ακτινοβολεί
στο άπειρο; Τι προέκταση να παίρνει και τι σχήμα
πέφτοντας, ο ίσκιος μας, πέρα από το μνήμα;
Στις χώρες των θεών πώς ν’ αντηχούνε
τα βήματά μας; Τα λόγια μας ποιοι άβυσοι να τ’ ακούνε;
Τι όντα να λούζονται μες στα χαμόγελά μας;

Και τα δάκριά μας
τι ήχο να κάνουν στη στέγη τ’ ουρανού;
Τι βλέμματα να πέφτουνε στα πρίσματά τους;
Η οδύνη μας ποιους να φλογίζει βάτους;
Τι θόλους να βαστάζει η σκέψη μας του θείου του νου;
Και οι άγγελοι με τι όνομα να μας γνωρίζουν;
Σε ποια ουράνια τόξα να ιριδίζον
όλα μας τ’ άγνωστα έργα;
Κι οι αχτίνες που του Λόγου λύγισεν η βέργα
στο θαύμα αυτό του κοσμικού του ονείρου
σε ποιο σημείο να σμίγουνε του απείρου;

Μεταμέλεια

Απόψε είπα πως μ’ είχες πια κερδίσει,
που ρόδισαν οι πόθοι μου όλοι ανθοί.
«Μα πριν ή ο αλλέκτωρ τρις φωνήσει»
Κύριέ μου, σε είχα πάλι απαρνηθεί.

Με κουφοκαίνε ακόμα πάθη, μίση,
-δεν έχουν οι αμαρτίες μου πια σωθεί-
Της χάρης σου αν ανοίξει μόνο η βρύση
τότε κι η υδρία μου ίσως πληρωθεί.

Το τι μαρτύρησα απ’ τη νύχτα εκείνη,
που άδεια άφησα τη νυφική μας κλίνη
κι αρνήθηκα στα μάτια να σε δω!

Κύτταξε, αν δεν πιστεύεις, τις πληγές μου
δος μου το χέρι σου να, εδώ, κι εδώ.
Λοιπόν, μ’ αναγνωρίζεις τώρα; πες μου;

Εξιλέωση

Κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
κι οι άγγελοι που δεν μ’είχαν βρει στην αρετή μου ωραία
των ανθινών τους έγερναν ψυχών τον αμφορέα
κάθε φορά που αμάρταινα λες κι άνοιγε μια πόρτα
και στάζανε των οικτιρμών τα δάκρια μες τα χόρτα.
Μ’ από τα ουράνια αν μέδιωχνε της τύψης μου η ρομφαία
κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
με βλέπαν οι άνθρωποι άσχημη κι οι άγγελοι, μόνο, ωραία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!