Η Μελαγχολία του Νότιου Βουνού
Η μελαγχολία του Νότιου Βουνού
όπου η θολή βροχή σαρώνει το νεκρό χορτάρι!
Πίσω στο Τσανγκ Αν, τούτα τα φθινοπωρινά μεσάνυχτα,
πόσοι άντρες μαραίνονται μέσα σ’ αυτόν τον άνεμο;
Στα μονοπάτια εδώ μες στο λυκόφως έχασα το δρόμο μου,
γαλάζιες καστανιές σειρά στο δρόμο.
Το φεγγάρι ψηλά, σβήνουν πέρα οι σκιές των δέντρων,
όλο το βουνό λουσμένο στη λευκή αυγή.
Γυαλισμένοι πυρσοί βγαίνουν να καλωσορίσουν τους νεοφερμένους
καθώς πάνω από τους μοναχικούς τάφους χορεύουν οι πυγολαμπίδες.
Αφήνοντας την πόλη
Σκόρπια λουλούδια της κασσίας κάτω από το χιόνι,
ένα κοράκι από κεραυνό χτυπημένο ήρθε στο σπίτι.
Σε μια λιμνούλα δίπλα στο Πέρασμα, σκιά του γαϊδάρου
και του καβαλάρη.
Το καπέλο κι η ζώνη του κρέμονται από τον άνεμο του Τσιν.
Νοιώθει τόσο ωραία που γυρίζει ξανά στο σπίτι,
Όμως είναι βαθιά πικραμένος που δεν είχε σφραγίδα.
Η γυναίκα που αγαπούσε δεν τον ρώτησε τίποτε –
αλλά εκείνος είδε φευγαλέα μες στον καθρέφτη να κυλούν
τα δάκρυά της.
Ο Ταξιδιώτης
Χίλιες λεύγες ταξίδι κι η καρδιά πονεμένη,
το φως του ήλιου θερμαίνει τους βράχους στο Νότιο Βουνό.
Δεν μπορούσα να μείνω στο Περίπτερο Τσινγκ Μινγκ,
γερνώντας θα γίνω επισκέπτης του άρχοντα του Πινγκ Γιουάν.
Τέσσερις εποχές μακριά από τον πατρογονικό ναό μου,
πέρασαν τρία χρόνια από τότε που άφησα τον τόπο μου.
Λέω συχνά τραγούδια του ταξιδιώτη χτυπώντας το σπαθί μου,
άλλες φορές σ’ ένα κομμάτι από μετάξι γράφω: γυρίζω σπίτι μου.
Περνώντας μέσα από το «Πάρκο της Άμμου»
Εκεί που οι άγριες πλημμύρες ταξιδεύουν τα κύματά τους
πάνω από τις γλυκοπατάτες μεγαλώνει το νέο αλιζάρι.
Δεν υπάρχει κανείς να δει τις ιτιές να στρέφουν προς την άνοιξη,
σε χορταριασμένα νησιά οι πάπιες χαίρονται το φως,
άλογα κυλιούνται στην άμμο θρηνώντας μες στον ήλιο,
τα πιο γέρικα πεθαίνουν χλιμιντρίζοντας θλιβερά,
μολονότι έφτασε η άνοιξη για μιαν ακόμη φορά δεν πήρα στο σπίτι μου,
στα σύνορα κρώζει μια πάπια με σπασμένα φτερά.
Σκέψεις στο δωμάτιό της
Νέα κασσία με φύλλα ημισελήνου σαν φρύδια αρχόντισσας,
του ανέμου οι φθινοπωρινές ριπές στρώνουν το χώμα με νέα σμαράγδια.
Τρίζουν οι τροχοί της άμαξας, ο ταξιδιώτης την πύλη μας αφήνει,
κουδουνάκια από νεφρίτη στο σχήμα του σιμούργκ
ακούγονται πουκαι που.
Ο άνεμος ραπίζει με δροσοσταλίδες τη φεγγαρόλουστη βεράντα,
η αυλή ψυχή και μόνη την αυγή.
Ποιος τέτοια μοναξιά μπορεί να την αντέξει;
Ξαπλώνω άγρυπνη ν’ αφουγκραστώ τα δάκρυα των τριζονιών.
Μετάφραση: Αναστάσης Βιστωνίτης