Εισαγωγή στην Ιοκάστη
Στην Κατίνα Παξινού
Κάτω από τα ψυχρά φιλιά του Λάϊου κρυμμένη
ή στην απέραντη στοργή της
με όλα τα μάτια της εστραμμένα προς τον Κιθαιρώνα
από μακρυά το στήθος της μυστικά εκτείνοντας σε όλους τους χώρους
σε βάραθρα κρεμώντας το ή σε βροχές και ερήμους τείνοντάς το
κρυφά από το φόβο που την πλημμύριζε ο χρησμός,
κρυφά κι’ από τη θέλησί της,
το απορριγμένο σπλάχνο της εθήλαζε όπου αυτό και να ήταν
το απαύδισμά του πλανώμενο, σε τρικυμίες, ή και σε μνήμα μέσα
και όλο από παντού με όλες της τις αισθήσεις
σε όλες του τις αισθήσεις το έσφιγγε
καλά το μακρυνό κομμάτι της σάρκας της να νοιώση
ή και της ψυχής της, ώσπου το μυστικό αστείρευτο
χάδι της μάννας ξεχειλώντας
ως τ’απόκρυφα μέλη του υιού ακράτητο εκατέβη
ώσπου εκεί μέσα τον ωραίο άντρα που είχε γεννήσει η ίδια ευρήκε
και ωραιώτερο βέβαια εις τα μάτια της μάννας απ’ όλους
και κοντίτερα προς την καρδιά της, γιατί σ’ Εκείνη
ο Έρωτας ό,τι ωραίο και ισχυρό μπορούμε να πλάσουμε οι ίδιοι ήταν
μες στην ασχήμια μας ή στην αδυναμία μας βυθισμένοι
και μονάχα από την απουσία ξεχύνεται την επώδυνη σάρκα να δροσίση
πέρα από την ελάχιστη στιγμή της ηδονής και πιότερο κι’άπαυτα πάντα.
Έτσι, όταν ώριμος πεια άντρας εγίνη το μακρυνό της μέλος
και τον πονηρό πατέρα με το ξίφος μόνο της Μοίρας
άθελά του εγκρέμισε απ’ το δρόμο
σαν άγνωστο εμπόδιο ή άγνωστη απειλή που η αθώα
Άμυνα και εις τον οίκτο της σκοτώνει, και το άλυτο αίνιγμα της Σφίγγας
μ’ έναν πήδο της Σκέψης δρασκελώντας Οιδίπους εθρονιάστηκε στη Θήβα,
Εκείνη, ευθύς από το μυστικό εις τη μνήμη της σημάδι
το αγαπημένο μέλος της εγνώρισε πλάϊ της πλέον
άντρας χειροπιαστός κι’ ο πιο όμορφος απ’ όλους σ’ όλα της τα μάτια
τότε, αν και ο τρομερός χρησμός από το θολό φεγγάρι
με την οδυνητότερη αλήθεια τη λογχούσε
με την ωραιότερη αλήθεια τη λογχούσε
ήρεμη, χωρίς σύσπασι πόνου ή φρίκης στο πρόσωπο καμμία
κρυφά από το φως του χρησμού, κρυφά από τον εαυτό της
πίσω από την άγνοια του υγιού της κρυμμένη
με όλες της τις αισθήσεις σε όλες του τις αισθήσεις σφίγγοντάς τον
σάμπως καλύτερα μέσα της να νοιώση το αντρίκιο της μέλος
ή έξω της να φοβόταν μην της το πάρουν
στο κρεββάτι που τον είχε γεννήσει, κρυφά γέρνοντάς τον,
μητέρα κι’ ερωμένη
ανάμεσα στη στοργή της και στο πάθος της
τον έκρυψε όλον !…
Νature Morte
…Τότε από το σπασμένο λαγήνι
της μητέρας – το κατάξερο, το απογοητευτικό –
το πρωινό νεράκι ξαναναβλύζει κρυφά από τις αισθήσεις,
άψαυστο, αόρατο, έξω από το χώρο, έξω
από το χρόνο, μυστικά, προς τις μυστικές μας αισθήσεις
κι’ εξαίσια μας ξεδιψάζει στη στεγνή ερημία μας, τότε
μέσα στο πρωινό σπίτι μας ξαναείμαστε, πλάϊ
στο γαλάζιο παράθυρο, το πλατύφυλλο, με τη μητέρα
ανάμεσα στις χαρμόσυνες καμπάνες…