Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.

Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αφτούς βαρά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.

Οξ’ ο κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες
κ’ οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
άνοιξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι».

Πάλι μεθυσμένος είσαι

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. – «Γειά σου Κωνσταντή βαρβάτε»!

– Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σου δινε ποτήρι κι άλλος σου δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας–αχ, εκείνος ο Τριβέλας! –

Έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;

Αχ, πούσαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!

Ζούγκλα

Μουσελίνα τέζα
σ’ ορθοβύζι ντούρο
προσωπάκι σκούρο
λάγνα χαβανέζα!

Κορακοφρυδάτη,
μυγδαλοματούσα,
μελισσοχνουδάτη,
ε, και να πατούσα

ατσαλένιο νύχι,
δόντι σιδερό,
στο κρουστό σου σνίχι
το μαυριδερό,

όπως στη λαγκάδα
την ερημική
τίγρης την ζαρκάδα
την καταξεσκεί

κι’ αγρι’ αντιβογγά
γύρο στα λογγά
η χαρά του ενού,
Χάρος τ’ αλλουνού.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!