Τελειωμένα
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν ειν’ αυτός στον δρόμο•
ψεύτικα ήταν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους –που πια καιρός– μας συνεπαίρνει.
Του μαγαζιού
Τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.
Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι.
από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
τα θέλησε, τα βλέπει ωραία• όχι όπως στην φύσι
τα είδεν ή τα σπούδασε. Μες στο ταμείον θα τ’ αφίσει,
δείγμα της τολμηρής δουλειάς του και ικανής.
Στο μαγαζί σαν μπει αγοραστής κανείς
βγάζει απ’ τες θήκες άλλα και πουλεί –περίφημα στολίδια–
βραχιόλια, αλυσίδες, περιδέραια και δαχτυλίδια.
Ένας Γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι καθετ’ ένας γέρος•
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ• το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται, η Φρόνησις πως τον εγέλα•
και πως την εμπιστεύονταν πάντα –τι τρέλλα!–
την ψεύτρα που έλεγε• «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό».
Θυμάται ορμές που βάσταγε• και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
καθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.