Σαν πρέπει να πεθάνουμε

Σαν πρέπει να πεθάνουμε – μην ειν’ σαν τα καπριά
Κυνηγητά, φραγμένα σε μεριά ντροπιαστική,
Με γύρω ν’αλυχτάν’ λυσσάρια, λιμάρια τα σκυλιά,
Τη μοίρα περγελώντας μας την τρισκατάρατη.
Σαν πρέπει να πεθάνουμε, ω, ας πέσουμε στο χώμα
Τίμια, το ατίμητό μας το αίμα του κάκου μη χυθεί.
Τότε ως κι αυτά τα τέρατα που τ’αψηφάμε ακόμα,
Θ’αναγκαστούν να δείξουν σέβας κι ας είμαστε νεκροί!
Γενιά μου! Τον κοινόν εχτρό πρέπει να μαχηθούμε!
Αντρείοι ας δείξουμε κι ας είμαστε λιγότεροι πολύ,
Για κάθε χίλιες τους χτυπιές, θανής χτυπιά ας βαρούμε!
Τι κι αν του τάφου χάσκει εμπρός μας η τρύπα ανοιχτή;
Στη φονική, δειλιάρα αγέλη μπρος σαν άντρες θα σταθούμε
Στον τοίχο στριμωχτοί, ψυχομαχώντας, μα θε ν’αντισταθούμε!

Ο Φραγμός

Δεν πρέπει ντα χαζεύω μόλο που
Της μέρας χάραμα έχεις μάτια
Να σε παρακολουθώ δεν πρέπει οπού
Τραβάς την ηλιοφώτιστή σου στράτα
Ακούω, μα δεν πρέπει να γροικήσω
Ποτέ τη νότα τη μαγευτική,
Που σαν καλάμι ποταμίσιο
Από το ριγηλό λαιμό σου ηχεί
Στην όψη σου να βρω δεν πρέπει
Φλόγας ερωτικής αχνολαμπή
Φραγμός φυλής καθότι στέκει,
Εγώ’μαι σκούρος, ανοιχτόχρωμη’σαι συ.

Της πόλης η αγάπη

Για μια χρυσή στιγμούλα τόση, σπάνια σαν κρασί,
Ξεπέρασε κάθε όριο η πόλη η αρχοντική
Το χρώμα του πετσιού μου ολότελα αγνοώντας,
Εχθρά καρδιά να ελκύσει, απάνω μου είχε σκύψει
Και ξένος μουσαφίρης πως ήμουνα ξεχνώντας,
Μ’άρπαξε παθιάρικα στα βολικά της στήθη
Η τρανή η πόλη, η ξιπασμένη, απ’ αλλόκοτη αγάπη κυριεμένη,
Κάτου γονατιστή, δείγμα ότι αξίζω ελόγου μου, μιαν ώρα καψωμένη.

Το Λυντσάρισμα

Μες στις καπνιές το πνεύμα του ανηφόριασε στα ουράνια.
Τον είχε, απ’ του ωμότερου του πόνου δρόμο, κράξει
Ο πατέρας του, στον κόρφο του για να ξανακουρνιάξει:
Κι έμεινε ωστόσο αλύτρωτο το τρομερό τ’αμάρτημα.
Ολονυχτίς ένα άστρο φωτεινό και μοναχό
(Τυχαία αυτό που πάντοτε τον οδηγούσε, το ίδιο,
Μα πια στης Μοίρας τον αφήκε τ’άγριο καπρίτσιο),
Πάνω απ’ το κουνιστό ψητάρι κρεμιόταν σπλαχνικό.
Χάραξε η μέρα κι ήρθαν σε λίγο πλήθη ανάκατα,
Στον ήλιο να θεωρήσουν το φριχτό κορμί που σειόταν:
Λεφούσι οι γυναίκες, να δουν, μα δε βρισκόταν
Θλίψη στα μάτια καμιανής τα γκριζογάλαζα:
Και παλληκαράκια, που δήμιοι θα γινόντουσαν αυτόκλητοι ταχιά,
Πιάσαν’ χορό γύρω απ’ το φρικαλέο πράγμα με διαβολική χαρά.

Μετάφραση: Νίκος Λάϊος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!