Εισβολή

Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδες
Από τα δυτικά προάστια της πολιτείας
Γυναίκες με μπόγους στους ώμους
Αστοί φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμο
Τα βαπόρια σφυρίζαν με απόγνωση
Οι επιβάτες συνωθούνταν χλομοί και αμφίβολοι
Το λιμάνι καίγονταν σαν δέντρο Χριστουγέννων
Αλλόφρονες δρόμοι
Ανοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτη

Το βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχία
Συναχτήκαμε σε σπίτια συγγενικά
Κι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουν
Τα ξάρτια της νύχτας
Πλαγιάσαμε κατόπι σ’ ένα πέτρινο μεταίχμιο
Πληγώσαμε τη σκέψη
Κάναμε υποθέσεις
Μπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριά
Αλήθεια πώς θα ξημερωνόμασταν
Κανένας δε φαντάστηκε
Κανένας δε μάντεψε
Κανένας

Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώ
μα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιο στο χώμα
Το γέλιο στέγνωσε
Τ’ αστέρια σκούριασαν
Τα δάχτυλα λιγόστεψαν
Στην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτος
Νιώθαμε μόνοι τόσο μόνοι
Λες και μας αρνήθηκε μια γυναίκα
Μια γυναίκα πικρή
Μια γυναίκα ακατάληπτη
Μια γυναίκα που χαμογελούσε
Κι όμως ψιθύριζε ανελέητα
Το όχι

Σπουδή Δεύτερη

Πάντα υπάρχει μια τελευταία φορά στο καθετί φίλοι και γνωστοί σου
κάθε τόσο κατεβαίνουνε στον κάτω κόσμο απόγειοι άνεμοι τους
σπρώχνουν ολοένα και βαθύτερα πολλές φορές αναρωτιέμαι αν εκεί θ’
αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον μέσα στους στίχους μου ελλοχεύουνε
γυναίκες με άγρια οράματα διάβασα το γράμμα σου θα γράψεις ύστερα
από χρόνια κι έκλαιγα όλο το πρωί

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!