Η φωνή και ο ποιητής

Μια φωνή σβήνει στη γωνιά του δρόμου μια φωνή
Ανάβει στα ψηλά πατώματα θα κατεβεί σιγά
Σιγά τα σκαλοπάτια θα ψαύσει τη γη θα τρυπώσει
Μέσα στη γη θα βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά
Θα την καταπατούν άγρια θηρία λοστοί ρόδες
Αυτοκινήτων σίδερα και τσιμέντα ο ήχος της
Θα’χει κραδασμούς φωτιάς θα μοιάζει με παράπονο
Ερωτικό θα ρυτιδώνει τη σιωπή απλωμένο λάδι

Ο ποιητής θα γονατίσει τρυφερός
Θα σκαλίσει το χώμα
Θα την πάρει στην παλάμη του
Να τη φυτέψει στη γλάστρα

Την άνοιξη θ’ανθίσουν πολλές μικρές φωνές

Η απέναντι όχθη

Ο πατέρας μου έζησε 56 χρόνια στη γη
Η μητέρα μου 86 και δεν κουράστηκε
Αθροίζω τα χρόνια που έζησαν
Και τα διαιρώ δια του 2
Έτσι λοιπόν βγάζω τη σημερινή μου ηλικία

έχουμε ζήσει τόσο πιο πολύ απ’ όσο
μας μένει να ζήσουμε και παρ’ όλα
αυτά ακόμα δεν ξέρουμε ακόμα δεν
μάθαμε τα όρια των πραγμάτων που
μπορούμε να κάνουμε ή να ζήσουμε

Οι άνθρωποι συνήθως αργούν να καταλάβουν
Προσφεύγουν σ’επιχειρήματα κάποιων άλλων εποχών
Αγωνίζονται για κοινωνικές ή όποιες άλλες απελευθερώσεις
Δεν υποπτεύονται πως η ελευθερία είναι κατά βάθος μια
δουλεία δίχως αντιπαροχή
Τώρα βρίσκομαι στην απέναντι όχθη μας χωρίζουνε
Μίση αβυσσαλέα που κάποτε θα ξεχαστούν
Η φωνή μου περνώντας μεσ’ από τους φωταγωγούς
Και τα θυροτηλέφωνα φτάνει βραχνή και απρόσωπη

Στ’αυτιά σας μέσα σ’ αυτά τ’αποφόρια που βλέπετε
Αναπηδούσαν κάποτε θηρία ανήμερα
Το δυναμικό της ζωής κάθε στιγμή αφανίζει
Δεν τελειώνει ποτέ

Στην έξοδο συνωστισμός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!