Μονόλογος του Λύκου
Με κύκλωσαν απ’ όλες τις μεριές.
Σε βαλτοτόπια
βρύα πυκνά με παρέσυραν.
Με γλώσσες αιχμηρές
η φλόγα έκαιγε:
κατάχαμα
χυνότανε
στα πόδια
τα δικά μου.
Έσκαγε η σφαίρα
κι αντιλαλούσε ο κόσμος όλος.
Μέσα στ’ αφτιά
σφηνώνονταν ο ήχος, και τα σκυλιά, σκληρίζοντας
από τρόμο, με πλάκωναν απ’ όλες τις μεριές.
Δεν έκαμα πίσω, όχι,
με νύχια πάλευα και με δόντια,
τα δυο μου μπήγοντας σκυλόδοντα βαθιά
έως το κόκαλο και παραμέσα.
Δε δάγκωνα, όχι
δε δάγκωνα –
ροκάνιζα κι έκαμα τα λαρύγγια τους
λιώμα! Το βάζανε στα πόδια τα σκυλιά…
Μα ξαφνικά μια βουβαμάρα πλάκωσε, του τάφου σιωπή.
Οι άνθρωποι χτυπούσαν με ακρίβεια στο ψαχνό. Παράμερα
στη χλόη και μπροστά στα μάτια τα δικά μου
η λύκαινα ξεψυχούσε: φούσκωναν και ξεφούσκωναν:
τα πλευρά. Οι μύδροι δεν πήγαιναν χαμένοι:
την πέτυχαν κατάστηθα, πικρός στα μάτια της
κάπνιζε ο καπνός…
Μα δεν τους έφταναν τα κρέατα
τα παχιά και τα πυκνά κοπάδια;
Το σώμα μου πληγή
απάνω στην πληγή, στα μάτια μου σκοτάδια
μέσα σε μάχη του πάγου και της κάψας. Αλλά
δεν έτρεμα,
όχι, δεν έτρεμα
σαν τα λυκόσκυλα
τα βρωμερά.
Τα ντρόπιαζα απανωτές φορές,
κι ενός τις σάρκες
δείπνο είχα φέρει
για τα μικρά λυκόπουλά μου.
Μα το δάσος
δεν είναι άχυρο κι ούτε βελόνι τ’ αγρίμι:
όπου να’ ναι
θα πάρουν τέλος οι κυκλικές μου
διαδρομές – του δίκαννου τα μάτια τ’ ανοιχτά
θα πέσουν πάνω μου και θα μιλήσει η δίσφαιρη
ομοβροντία. Ο ουρανός θα πάει πίσω μπρος…
Έζησα τη ζωή μου λύκος και θα πεθάνω λύκος.
Και το σκυλί σκυλίσιο θάνατο θα το’βρει
Μετάφραση: Γιάννης Μότσιος