Πορτρέτο μιας Κυρίας
Τα μεριά σου είναι μηλιές
που αγγίζουν τ’ άνθη τους τον ουρανό.
Ποιόν ουρανό; Τον ουρανό
εκεί που κρέμασε ο Βατώ
μια γυναικεία παντούφλα. Τα γόνατά σου
είναι μια αύρα του νοτιά –ή
ένα φύσημα χιονιού. Αχ! τι σόι
άνθρωπος ήτανε ο Φραγκονάρ;
–λες να εξηγούσε τούτο,
κάτι. Α ναι– απ’ τα γόνατα
πιο κάτω, μια κι ο σκοπός
εκεί τραβά, είναι μια
απ’ του καλοκαιριού τις άσπρες μέρες,
η ψηλή χλόη των αστραγάλων σου
στην ακτή πάνω τρεμοσβήνει–
Ποιάν ακτή;
η άμμος κολλά πάνω στα χείλη μου –
Ποιάν ακτή;
Αχ πέταλα μπορεί. Πώς
μπορώ να ξέρω;
Ποιάν ακτή; Ποιάν ακτή;
Είπα πέταλα από μια μηλιά.
Ανθισμένη Χαρουπιά
Ανάμεσα
σε
πράσινα
σκληρά
παλιά
στιλπνά
σπασμένα
κλαδιά
έρχεται
λευκός
γλυκύς
ο Μάης
πάλι.
Το Κόκκινο Χειράμαξο
Τόσα πολλά εξαρτώνται
από
ένα κόκκινο
χειράμαξο
γυαλισμένο απ’ το
βροχόνερο
πλάι στα λευκά
κοτόπουλα.
Μετάφραση: Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης